του
Βασίλη Σαμαρά
Ο κύκλος που ανοίγει
Το τελευταίο διάστημα στην
προεκλογική και μετεκλογική περίοδο σε διάφορες ιστοσελίδες αλλά και στα ΜΜΕ
άνοιξε ένας κύκλος κριτικής στην πολιτική του ΚΚΕ. Το αρνητικό εκλογικό
αποτέλεσμα του ΚΚΕ στις επαναληπτικές εκλογές ώθησε μέλη και στελέχη του (όπως
τουλάχιστον...παρουσιάζονται) σε παρεμβάσεις οξύτατης κριτικής της πολιτικής του. Μια κριτική στην οποία απάντησε το ΚΚΕ με αποτέλεσμα να ανοίξει ένας κύκλος συζήτησης με παρεμβάσεις σε ιστοσελίδες αλλά και στα ΜΜΕ.Αυτό που τίθεται πλέον σε συζήτηση είναι στην ουσία το συνολικό πρόβλημα της Αριστεράς, του κομμουνιστικού και γενικά του λαϊκού κινήματος. Σε συνάρτηση με αυτό τίθενται και ζητήματα που αφορούν την κατάσταση στη χώρα μας, την Ευρώπη και τον κόσμο.
Όσο μας αφορά έχουμε τοποθετηθεί επανειλημμένα και αναλυτικά σε όλα αυτά. Με τον ίδιο τρόπο σκοπεύουμε να συνεχίσουμε ανεξάρτητα από το αν στο κείμενο αυτό θα σταθούμε σε ορισμένα κατά βάσιν ζητήματα.
Για το «μεταβατικό πρόγραμμα»
Το ζήτημα που
φαίνεται να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος είναι του λεγόμενου
«μεταβατικού προγράμματος», της πολιτικής γραμμής που διαμορφώνεται σε μια
τέτοια βάση, της προώθησής της. Καθόλου τυχαία. Πρώτον, αποτελεί ένα ζήτημα που τέθηκε στην ημερήσια διάταξη με βάση την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Την πιθανότητα να αποτελέσει τον κορμό μιας κυβέρνησης που -υποτίθεται- θα ‘χε σαν έργο της την προώθηση, υλοποίηση ενός τέτοιου μεταβατικού προγράμματος.
Δεύτερο, επειδή η λογική που διαπνέει την άποψη περί μεταβατικού προγράμματος, χαρακτηρίζει την αντίληψη του συνόλου σχεδόν των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά.
Τρίτο, επειδή γύρω απ’ αυτή την κατεύθυνση αρθρώνεται ένα σύνολο απόψεων και αντιλήψεων που στηρίζουν και στηρίζονται σ’ αυτή την πολιτική.
Υπάρχει εδώ ένα πρωταρχικό ερώτημα που η απάντηση σ’ αυτό καθορίζει την τέτοια ή αλλιώτικη αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος καθώς και των αντιλήψεων που το συνοδεύουν.
Τι εννοούμε αλήθεια όταν λέμε μεταβατικό πρόγραμμα και σε αναφορά με ποια κοινωνική, πολιτική μεταβολή (ή «μετάβαση») το θέτουμε;
Επειδή αν αναφερόμαστε λ.χ. σε μεταβολές στο πλαίσιο (και στα όρια) της καπιταλιστικής κοινωνίας, σε «μεταβάσεις» από μια μορφή της σε μια άλλη, έχουμε μιας ορισμένης τάξης ζήτημα.
Ένα διαφορετικό, αλλά πάντα μιας ορισμένης τάξης ζήτημα, έχουμε όσον αφορά το μεταβατικό στάδιο που ανοίγεται μετά το πάρσιμο της εξουσίας (και όχι απλά διακυβέρνησης) από τις επαναστατικές λαϊκές δυνάμεις. Είναι όμως εντελώς διαφορετικό αν τίθεται σε σχέση με την «μετάβαση» από την καπιταλιστική στην σοσιαλιστική κοινωνία «πριν» και χωρίς να έχει λυθεί το ζήτημα της εξουσίας. Το ερώτημα, για να το θέσουμε όπως έχει, αφορά το αν από ιστορική, κοινωνική, ταξική, οικονομική, πολιτική άποψη, υπάρχει τέτοια περίοδος μετάβασης ώστε να αντιστοιχεί σ’ αυτήν ένα ανάλογο μεταβατικό πρόγραμμα.
Τέτοια περίοδος δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει δηλαδή, περίοδος, στάδιο όπου η καπιταλιστική κοινωνία μετεξελίσσεται («μεταβαίνει») σε σοσιαλιστική. Επομένως ένα τέτοιο πρόγραμμα, όσον αφορά τουλάχιστον την επαναστατική κομμουνιστική στρατηγική, δεν έχει βάση ύπαρξης.
Σ’ αυτό άλλωστε είναι που διαχωρίζεται η επαναστατική από την οπορτουνιστική ρεφορμιστική αντίληψη πραγμάτων. Αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα, στις «στροφές» της ταξικής πάλης να προκύψουν καταστάσεις που θα κάνουν αναγκαίες αυτές ή εκείνες τις τακτικές επιλογές. Πάντα ωστόσο στη βάση της επαναστατικής στρατηγικής, να την υπηρετούν και όχι να την αναιρούν και με πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας και των ορίων που αυτή θέτει στις όποιες τέτοιες επιλογές.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Με βάση αυτή την εκδοχή των πραγμάτων (της αναγκαιότητας τακτικών επιλογών) έρχονται και επανέρχονται ρεφορμιστικές, οπορτουνιστικές αντιλήψεις σε διάφορες παραλλαγές.
Η κυριότερη μορφή με την οποία εμφανίζεται το ζήτημα είναι αυτή της διατύπωσης προώθησης ενός μεταβατικού προγράμματος, όχι σαν τακτική επιλογή αλλά (ανοιχτά ή συγκαλυμμένα) σαν αυτή καθ’ αυτή έκφραση της στρατηγικής του κινήματος. Μικρότερη αλλά όχι ασήμαντη επιρροή έχουν απόψεις που με στομφώδες επαναστατικό ύφος ευαγγελίζονται την προώθηση, διαμόρφωση όρων μιας «δυαδικής», καθώς λέγεται, «εξουσίας». Στην πραγματικότητα και από άποψη ουσίας, οι διαφορές τους είναι μηδαμινές και οι δίαυλοι επικοινωνίας πάντα ανοιχτοί ανάμεσά τους.
Η τακτική και τα όριά της
Ας υποθέσουμε λοιπόν
ότι ένα κομμουνιστικό ή ένα πραγματικό λαϊκό κόμμα αντιμετωπίζει μια τέτοια
κατάσταση. Ενόψει λ.χ. εκλογών διατυπώνει ένα πρόγραμμα μεταβατικού χαρακτήρα
κερδίζει τις εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση. Αυτό που αναπόφευκτα θα συμβεί θα
‘ναι να βρεθεί μπροστά στο πραγματικό πρόβλημα. Το πρόγραμμά του θα ‘ναι απλώς
μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα και θα κινείται εντός πλαισίου και ορίων ανοχής του
συστήματος ή οι στόχοι του θα υλοποιούν μια άλλη κατεύθυνση, θα αποτελούν
πραγματικά βήματα μετάβασης πέραν των ορίων που προαναφέρθηκαν. Και αν μεν το
πρόγραμμά του δεν έχει τέτοια χαρακτηριστικά ή αν -παρ’ όλο που θα εμπεριέχει
και τέτοιους στόχους- υποχωρήσει στις πιέσεις και συμβιβαστεί, το πιθανότερο
είναι τα πράγματα να εξελιχθούν ομαλά (και ανώδυνα για το σύστημα). Το ζήτημα θα τεθεί στην περίπτωση που αυτή η κυβέρνηση κινηθεί αποφασιστικά στην κατεύθυνση υλοποίησης ενός τέτοιου προγράμματος -πραγματικής- μετάβασης. Εδώ όλα αλλάζουν. Και εκείνο που οφείλεται να είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο είναι πως σε μια τέτοια περίπτωση περνάμε σε μια φάση όχι «μετάβασης» αλλά αναμέτρησης, σύγκρουσης. Μπορεί δηλαδή αυτή η κυβέρνηση να αναδείχτηκε μέσω εκλογών αλλά δεν μπορεί πλέον να σταθεί σαν τέτοια ή πολύ περισσότερο να προωθήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα με βάση τους ίδιους -κοινοβουλευτικούς- όρους. Αυτό που εκ των πραγμάτων θα τεθεί στην ημερήσια διάταξη δεν θα ‘ναι το κυβερνητικό (με την αστική κοινοβουλευτική έννοια του πράγματος) ζήτημα, αλλά το ζήτημα της -πραγματικής- εξουσίας.
Και αυτό δεν είναι από τα ζητήματα που κρίνονται από τον αριθμό των βουλευτικών εδρών αλλά στη βάση των πραγματικών συσχετισμών. Ταυτόχρονα δεν είναι από τα ζητήματα που τίθενται «ολίγον» ή στη βάση «περίμενε να γεμίσω». Τίθεται άμεσα και μάλιστα με όρους της μεγαλύτερης επιτάχυνσης όλων των σχετικών διεργασιών. Και επειδή η δύναμη του συστήματος είναι λίγο πολύ δεδομένη και συγκροτημένη, το πρόβλημα αφορά την απ’ εδώ πλευρά.
Το πόσο προετοιμασμένο είναι αυτό το κόμμα (και ο λαός) να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα.
Το πόσο συγκροτημένο είναι, τι είδους και διαστάσεων δεσμούς έχει με τις λαϊκές μάζες.
Πάνω απ’ όλα πόσο προετοιμασμένες, συγκροτημένες και αποφασισμένες να αναμετρηθούν με το σύστημα είναι οι λαϊκές μάζες.
Και βεβαίως πόσο συγκροτημένος είναι ο κορμός ισχύος της λαϊκής πάλης, η εργατική τάξη.
Αυτοί οι όροι και προϋποθέσεις δεν είναι της «τελευταίας στιγμής». Προϋποθέτουν μακροχρόνια προετοιμασία και αγώνα και αποτελούν εκφράσεις μιας επαναστατικής στρατηγικής στα πλαίσια της οποίας το ενδεχόμενο προβολής ενός μεταβατικού προγράμματος αποτελεί μια συγκυριακή τακτική έκφραση.
Αν δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις, αν δηλαδή το μεταβατικό πρόγραμμα αποτελεί την αυτή καθ’ αυτή έκφραση της στρατηγικής αυτού του φορέα, τότε αυτή η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να υποχωρήσει και να συμβιβαστεί. Αν, και όπως μας έχει δείξει η ιστορία, οι πολιτικές δυνάμεις που κινούνται με μια τέτοια στρατηγική είναι από τα πριν προσανατολισμένες σε μια τέτοια κατεύθυνση. Έτσι ή αλλιώς, ακόμη κι αν υποθέταμε κάτι διαφορετικό, θα βρισκόμασταν μπροστά σε μια αναμέτρηση που θα συντελούνταν με τους χειρότερους όρους για τις λαϊκές δυνάμεις.
«Δυαδικότητες»
Όσον αφορά τώρα την παραλλαγή που
αναφέρεται στον «στόχο» της «δυαδικής εξουσίας» θα μπορούσε κανείς να την
χαρακτηρίσει σαν ιδιόμορφο συνδυασμό οπορτουνισμού και ελαφρότητας. Επειδή το πρώτο που θα όφειλαν να γνωρίζουν οι φορείς τέτοιων απόψεων είναι ότι καταστάσεις δυαδικής εξουσίας ούτε παραγγέλλονται ούτε προγραμματίζονται. Όπως άλλωστε έχει δείξει και η ιστορία, έχουν προκύψει σαν τέτοιες στη βάση ιδιαίτερων και μάλιστα απρόβλεπτων κάθε φορά συνθηκών και εξελίξεων. Αλλά πέρα απ’ αυτό, ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπαίνουν -πάντα- ορισμένα πολύ ουσιαστικά ζητήματα.
Το πρώτο, ότι το ζήτημα της εξουσίας έχει τεθεί αλλά δεν έχει κριθεί. (Γι’ αυτό άλλωστε και ο χαρακτηρισμός ως δυαδικής).
Το δεύτερο, ότι η διάρκειά της είναι αναπόφευκτα σύντομη. Δεν υπάρχει κοινωνία που να μπορεί να λειτουργήσει για μακρύ διάστημα με το ζήτημα της εξουσίας σε εκκρεμότητα. Αντίθετα -όπως αναφέρθηκε και για την προηγούμενη περίπτωση- από την ώρα που θα τεθεί στην ημερήσια διάταξη όλες οι διεργασίες επιταχύνονται και τα πάντα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτό.
Το τρίτο, ότι το ζήτημα της εξουσίας δεν είναι από εκείνα που κρίνονται με όρους αβρότητας και διαπραγματεύσεων αλλά στο πεδίο της πιο ολοκληρωτικής και ανελέητης σύγκρουσης.
Όσοι λοιπόν φαντάζονται ότι μπορούν να βρουν «έξυπνους» τρόπους για να αποφύγουν την σκληρότητα των απαιτήσεων της ταξικής πάλης απλώς κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους και τον κόσμο.
Αν και βέβαια δεν είναι ακριβώς ή μόνον έτσι. Πίσω απ’ όλες αυτές τις αυταπάτες και παραλλαγές «μεταβατικότητας» υπάρχει η στρεβλή, οπορτουνιστική θεώρηση της πραγματικότητας. Πιο συγκεκριμένα του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος που στους καιρούς μας καθορίζει κυριαρχικά αυτή την πραγματικότητα.
Η άρνηση της πραγματικότητας
Ας έρθουμε λοιπόν
σ’ αυτό. Πρόκειται όχι απλά για σημαντικό ζήτημα, αλλά για τον πυρήνα, την
αφετηριακή βάση όλων των οπορτουνιστικών ρεφορμιστικών αντιλήψεων και απόψεων,
σ’ όλες τους τις παραλλαγές και σ’ όλες τους τις εκφράσεις. Αυτό που μπορεί να δει κανείς στη βάση των αντιλήψεων του συνόλου σχεδόν των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά (ιδιαίτερα μετά τις ανατροπές του 1989-1991) είναι η αντιμετώπιση του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος ως της «μοναδικής πραγματικότητας» απέναντι στην οποία δεν υπάρχει συνολική (σοσιαλιστική λ.χ.) διέξοδος. Ταυτόχρονα η θεώρησή του ως ένα σύστημα που μπορεί να αυτομεταρρυθμίζεται, βελτιώνεται με βάση τις δικές του «εσωτερικές» λειτουργίες και δυνάμεις που αναπτύσσονται στη βάση αυτών των λειτουργιών.
Συνεπώς ο ρόλος της Αριστεράς, είναι να αναζητάει δρόμους, τρόπους και μορφές έκφρασης μέσα σ’ αυτή την «μοναδική πραγματικότητα». Να αναζητά δυνάμεις αλλαγών μέσα στα πλαίσια του συστήματος, να τις στηρίζει και να στηρίζεται σ’ αυτές.
Στην ίδια βάση και λογική και οι «ερμηνείες» που δίνονται για τους όρους και τις αιτίες της επίθεσης που αναπτύσσεται εδώ και δεκαετίες ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες και τα δικαιώματά τους. Όχι σαν έκφραση της ίδιας της φύσης του συστήματος και των συσχετισμών που έχουν διαμορφωθεί στον κόσμο αλλά σαν απόρροια της επικράτησης του «νεοφιλελευθερισμού». Σαν αποτέλεσμα αντίστοιχων πολιτικών αποφάσεων οι οποίες ως τέτοιες μπορούν και να αλλάξουν με κάποιες άλλες.
Και πάντα στη βάση της ίδιας τυφλότητας αδυνατούν να «δουν» αυτό που συντελείται μπροστά στα μάτια τους. Την μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος από τη μια και τον κόσμο της δουλειάς και συνολικά τους λαούς από την άλλη.
Την αναμέτρηση που εξελίσσεται εδώ και χρόνια, που οξύνεται καθημερινά και που η έκβασή της θα καθορίσει την μορφή του κόσμου για όλη την επόμενη ιστορική περίοδο.
Ακριβώς επειδή το να δουν την πραγματικότητα όπως αυτή έχει, θα τους έβαζε μπροστά σε απαιτήσεις που ούτε θέλουν ούτε και μπορούν να αναλάβουν.
Η ήττα και τα ζητήματα που θέτει
Το άλλο μεγάλο
ζήτημα αφορά την κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα, του κινήματος. Την ήττα, την παλινόρθωση, τις συνέπειες που είχαν, τα «αποτυπώματα» που άφησαν, τα χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν στις δυνάμεις του αριστερού λαϊκού κινήματος. Και το πρώτο ζήτημα που τίθεται εδώ είναι το αν και με ποιο τρόπο «αναγνωρίζεται» ως γεγονός.
Και όσον αφορά τις δυνάμεις του «ανανεωτικού» ρεφορμισμού είναι ζήτημα το αν θεωρήθηκε καν ως ήττα. Περισσότερο λειτούργησε ως γεγονός που τις «απελευθέρωσε» από δεσμά που τις εμπόδιζαν να ανοίξουν τα φτερά τους. Που τις κρατούσαν καθηλωμένες καθώς αισθάνονταν υποχρεωμένες μέχρι τότε να αναφέρονται σε σοσιαλισμούς, κομμουνισμούς και άλλες τέτοιες «παλιατσαρίες». Απελευθερωμένες λοιπόν από αυτή την καταπίεση βρήκαν τον εαυτό τους στην «Αριστερά» των Κλίντον και Μπλερ, Σρέντερ, Ζοσπέν και Ντ’ Αλέμα.
Κι από κοντά και κάποιοι άλλοι που αιωρούμενοι σε σφαίρες υπεραριστερές και υπερκομμουνιστικές έσπευδαν με το πλήρωμα του χρόνου να αναλάβουν ρόλους «χρήσιμου» και «κανονικού αριστερού» στο πλάι των προηγούμενων.
Διαφορετική εμφανίζεται η αντιμετώπιση του ζητήματος από την μεριά του ΚΚΕ. Μόνο που και αυτή παρακάμπτει την ουσία του πράγματος. Στις τοποθετήσεις του επαναλαμβάνεται συνεχώς η αναφορά για «προσωρινή ήττα». Προσωρινή, αλήθεια, ως προς τι; Από ιστορική άποψη; Μα αυτό είναι κάτι το αυτονόητο για τους κομμουνιστές και οποιαδήποτε άλλη θεώρηση θα σήμαινε απάρνηση της ταυτότητάς τους. Το ζήτημα είναι το τι σημαίνει πολιτικά αυτή η ήττα και ποια ζητήματα θέτει. Και είναι αυτό που θέλει να αποφύγει η ηγεσία του ΚΚΕ. Να αναγνωρίσει την ύπαρξη αυτών των ζητημάτων. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή να είναι το ανεκδιήγητο σύνθημα της «αντεπίθεσης». Αν οι λέξεις δεν έχουν χάσει το νόημά τους, αυτή η ήττα υπήρξε τόσο προσωρινή που περάσαμε κιόλας στη φάση της αντεπίθεσης; Μόνο που από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε κι από αντεπίθεση σε αντεπίθεση το ΚΚΕ κατρακύλησε στο 4,5%.
Αλλά ας αναφερθώ σε συντομία έστω σε ορισμένες βασικές συνέπειες της ήττας.
Την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης.
Την αποσύνθεση του κομμουνιστικού κινήματος.
Την παλινόρθωση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.
Την αποσάθρωση των μετώπων πάλης των λαών.
Την συνολική ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών σε βάρος της εργατικής τάξης και συνολικά των λαών.
Χάριν οικονομίας αυτού του κειμένου θα αναφερθώ σε συντομία πάντα, στη σημασία που έχει το ζήτημα της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη αποτελεί τον κοινωνικό φορέα του σοσιαλισμού. Έξω απ’ αυτήν την συνάρτηση η υπόθεση του σοσιαλισμού δεν είναι τίποτε περισσότερο από διανοητική άσκηση επί χάρτου. Αντίστοιχο χαρακτήρα έχει και η συνάρτηση τάξης-κομμουνιστικού κινήματος.
Η εργατική τάξη αποτέλεσε τον κορμό ισχύος της λαϊκής πάλης εδώ και ενάμισι περίπου αιώνα. Σ’ όλο αυτό το διάστημα όλες οι φάσεις ανόδου ή οπισθοχώρησης του λαϊκού κινήματος, η ίδια η οικοδόμηση του σοσιαλισμού αλλά και η παλινόρθωση βρισκόταν σε ευθεία συνάρτηση με το κάθε φορά επίπεδο συγκρότησης και ενεργού παρέμβασης στα τεκταινόμενα της εργατικής τάξης.
Το ότι έχουν υπάρξει αυτές οι συνέπειες αναδείχνει καίριες αναγκαιότητες και απαιτήσεις.
Την αναγκαιότητα της «εκ νέου» συγκρότησης της εργατικής τάξης σε «τάξη για τον εαυτό της».
Την ανασύσταση, ανασυγκρότηση του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος στη βάση των απαιτήσεων της εποχής μας.
Την αποκατάσταση της σοσιαλιστικής προοπτικής στις συνειδήσεις των λαϊκών μαζών, ζήτημα άμεσα συνδεδεμένο με την αναγκαιότητα πειστικών εξηγήσεων για τους όρους και τις αιτίες της παλινόρθωσης, της ήττας.
Την ολόπλευρη συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων και στα επίπεδα που απαιτούνται για την άμεσα αποτελεσματική και προοπτικά νικηφόρα αναμέτρηση με τις δυνάμεις του συστήματος.
Την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων στην διαλεκτική τους συνάρτηση και με τον μόνο τρόπο που υλοποιείται αυτό.
Μέσα στην πάλη και με όρους πάλης. Με πλήρη την συνειδητοποίηση ότι οι δυνατότητες αντιμετώπισης της επίθεσης του συστήματος, η διαμόρφωση όρων προοπτικής και ανατροπών βρίσκονται και αυτές σε ευθεία συνάρτηση με τον βαθμό αντιμετώπισης των ζητημάτων με το κάθε φορά επίπεδο συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων. Σίγουρα δεν είναι κάτι εύκολο ούτε μπορούν να γίνουν αυτά από τη μια στιγμή στην άλλη.
Όμως άλλο τόσο σίγουρο είναι πως δεν θα γίνουν αν δεν τα επιχειρήσουμε. Αποφασιστικά, μαχητικά, καθημερινά, πεισματάρικα κι ανυποχώρητα. «Ή θα τα αντιμετωπίσουμε ή θα μας τσακίσουν».
Από τις παρεμβάσεις της «Νέας Σποράς»
(αποσπάσματα)
Ας περάσουμε όμως σ’ αυτά που στάθηκαν η αφορμή γι’ αυτό το
κείμενο. Στην κριτική μελών και στελεχών του ΚΚΕ και κυρίως στα ζητήματα που
τέθηκαν μέσω αυτής. Ας ξεκινήσουμε από ορισμένες απόψεις όπως αυτές
διατυπώνονται στην «Δήλωση μελών και στελεχών του ΚΚΕ» (από τo ιστολόγιο «Νέα Σπορά», στις
24-05-12). «Το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μάη ανέδειξε … (ότι) το ΚΚΕ βρίσκεται
σε πορεία απομόνωσης από την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα… …Η αιτία βρίσκεται στην εγκατάλειψη του προγράμματος του κόμματος που ψηφίστηκε στο 15ο Συνέδριο και της γραμμής που εφαρμόζει στο εργατικό κίνημα. …
…Σε μια εποχή που […] οι πρόνοιες του 15ου δικαιώθηκαν […] η ηγεσία του κόμματος εγκατέλειψε την προσπάθεια να εφαρμόσει την βασική του πρόταση […] προωθώντας τη δημιουργία του Αντιμονοπωλιακού Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου, που θα διεκδικούσε και τη διακυβέρνηση της χώρας με τη δημιουργία αντίστοιχης κυβέρνησης…
…Ταύτισε με τον πιο χοντροκομμένο και απαράδεκτο τρόπο την Τακτική με τη Στρατηγική του κόμματος […] παραχώρησε ανεπίτρεπτα το έδαφος στον ΣΥΡΙΖΑ για την ανάπτυξη των πολιτικών του πρωτοβουλιών. […] Επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ […] να καρπωθεί μια πλατειά κοινωνική διαμαρτυρία των εργαζομένων με ιδιαιτέρως έντονα αντιμνημονιακά και αντιευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, έστω και αν δεν ήταν ακόμα διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν το ευρώ, να έρθουν σε πλήρη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα…». Αναφέρονται ακόμα «…στην αποδιάρθρωση και τη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης [της χώρας] με την χρεοκοπία της οικονομίας της, που σε πρώτο και κυρίαρχο βαθμό οφείλονται στην συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση…» και καταλήγει η δήλωση πως «…Μπροστά στις εκλογές της 17ης Ιούνη το κύριο καθήκον που τίθεται στην ηγεσία είναι, έστω και την ύστατη στιγμή, να τροποποιήσει τη γραμμή του κόμματος…».
Σε ανάλογες γραμμές κινείται και το πρώτο μέρος της «απάντησης της Νέας Σποράς στην ηγεσία του κόμματος» που αναρτήθηκε στις 10-07-12.
Αναφερόμενοι στο ότι η ηγεσία του κόμματος πήγαινε σ’ όλες τις μάχες (εκλογές και άλλες) «με το σύνολο της γραμμής του» υποστηρίζουν ότι σε μια περίοδο που οι λαϊκές μάζες «κινητοποιούνται κατά εκατομμύρια καταδικάζοντας το δικομματισμό και καταφέροντας ένα καίριο χτύπημα στο αστικό πολιτικό σύστημα και αναζητούν νέα λύση στο ζήτημα της εξουσίας και της διακυβέρνησης … σ’ αυτήν ακριβώς την αναζήτηση των λαϊκών μαζών το κόμμα απαντάει με την εργατική λαϊκή εξουσία κι αυτές μας γυρίζουν την πλάτη». Στη συνέχεια και για να αναδείξει την αντιφατικότητα της ηγεσίας του ΚΚΕ αναφέρεται σε άποψη που εμπεριέχεται στο κάλεσμα της ΚΕ του ΚΚΕ για τις εκλογές της 17ης Ιούνη όπου λέγεται: «Η λαϊκή πλειοψηφία δεν έχει ακόμα αποφασίσει την αναγκαστική, από τα πράγματα, αναμέτρηση με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, την Ευρωπαϊκή Ένωση, ελπίδα αποτελεί η στήριξη του ΚΚΕ…».
Και απαντάει σ’ αυτό η «Νέα Σπορά»: «Όμως, πέρα από το γεγονός ότι η ηγεσία του Κόμματος εκτιμάει ότι η εργατική λαϊκή εξουσία δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, την ίδια στιγμή η ηγεσία του Κόμματος εκτιμάει ότι στην ημερήσια διάταξη δεν είναι ούτε η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή η υλοποίηση ενός αστικού, ως προς το χαρακτήρα του, ζητήματος!».
Ένα ιδιαίτερο ζήτημα θέτει η «Νέα Σπορά» με αφετηρία την συνέντευξη του Τσίπρα στο Mega όπου αυτός για να υποστηρίξει την -υποτιθέμενη- πρότασή του προς το ΚΚΕ επικαλέστηκε την θέση στο 15ο Συνέδριο για την δυνατότητα δημιουργίας αριστερής κυβέρνησης. Θα μπορούσε, υποστηρίζει η «Νέα Σπορά», η ηγεσία του ΚΚΕ να εκμεταλλευτεί αυτή την τοποθέτηση του Τσίπρα και να αντιστρέψει τους όρους αντιπροτείνοντας στον ΣΥΡΙΖΑ αυτή την πρόταση του ΚΚΕ που με μια έννοια αποδέχονταν ο Τσίπρας. «…Όμως η ηγεσία του κόμματος δεν τόλμησε. Και δεν το τόλμησε γιατί … δεν πιστεύει και η ίδια στο πρόγραμμα του κόμματος».
Από τον «Εργατικό αγώνα»
Πριν αναφερθούμε σε
οτιδήποτε σε σχέση με τα προηγούμενα, χρήσιμο είναι να δούμε και τις απόψεις που
διατυπώνονται και από μια άλλη πλευρά που χρησιμοποιεί την ιστοσελίδα «Εργατικός
Αγώνας». Γράφει σ’ αυτήν ο Αλέξης Θεοδώρου στις 06-07-12 (Το ζήτημα της ηγεσίας και το κόμμα) κριτικάροντας την ηγεσία του ΚΚΕ για οτσοβισμό και …αριστερισμό.
«Οι Οτσοβιστές […]προωθούσαν στα Σοβιέτ (1905) την άποψη τής εκ των προτέρων αναγνώρισης του ηγετικού ρόλου του κόμματος […] Με άλλα λόγια το δόγμα του οτσοβισμού (Μπογκάνοφ) υποστηρίζει πως οι μάζες πηγαίνουν στο κόμμα και όχι το κόμμα στις μάζες. […] Γενικό χαρακτηριστικό του αριστερισμού είναι να απευθύνεται στις μάζες με τελεσίγραφα και διατάγματα: ”Έχετε ευθύνη για ό,τι συμβαίνει, πρέπει να διορθώσετε αυτό, πρέπει να κάνετε εκείνο”. Η ”αφού δεν κάνετε ό,τι σας λέμε, ό,τι πάθετε, καλά να το πάθετε”.
[…]Την σταθερότητα στην πολιτική του επιρροή την εξασφάλιζε από την γενικότερη πολιτική σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος κι όχι από την πολιτική του ικανότητα να παρεμβαίνει στην εκάστοτε πραγματικότητα.
[…]Η ηγετική ομάδα, όμως, είχε διαμορφώσει από νωρίς τους όρους χρεοκοπίας του κόμματος […] Στη βάση των αποφάσεων αυτού του Συνεδρίου (18ου), η ηγετική ομάδα έσυρε το κόμμα μακριά από την οργάνωση των μαζών στη βάση των προβλημάτων τους και το ανάγκασε να μιλάει διαρκώς για σοσιαλισμό (Λαϊκή Εξουσία) […] Ταυτόχρονα, η ηγεσία κράτησε το κόμμα μακριά από εκεί που συγκεντρώνονταν οι μάζες. Το κράτησε πεισματικά να πορεύεται μόνο του κι επαναλαμβάνοντας τον οτσοβισμό του Μπογκάνοφ, περίμενε τις μάζες να πάνε να βρούνε το κόμμα…».
Στην ίδια ιστοσελίδα («Εργατικός Αγώνας») ο Παύλος Μωραΐτης διατυπώνει «Σκέψεις με αφορμή την ανακοίνωση της KE του ΚΚΕ για το εκλογικό αποτέλεσμα» (04-07-12). «[…]Η εργατική τάξη, ο εργαζόμενος λαός αυτά τα χρόνια κινητοποιήθηκαν με πρωτοφανή μαζικότητα και μαχητικότητα μεταπολιτευτικά, τουλάχιστον σε αρκετές περιπτώσεις. Έδειξαν μαχητικότητα και δύναμη, βασικές προϋποθέσεις για ένα κίνημα με διάρκεια και μεγάλες επιδιώξεις. Οι αγώνες όμως δεν είχαν συνέχεια, βάθος, οργάνωση, κλιμάκωση και επιμονή. Ουσιαστικά ήταν ξεσπάσματα, στιγμές κορύφωσης και μεγάλα διαστήματα ύφεσης. Την έλλειψη αυτών των στοιχείων δεν πρέπει να την αναζητήσουμε στους ίδιους τους εργάτες και στα σωματεία τους. Αυτός είναι ρόλος και η ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων που αναφέρονται στην εργατική τάξη και στο σοσιαλισμό […] Πραγματικά ισχυρό και πλατύ λαϊκό κίνημα χωρίς πάλη για τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων που θα τραβά στη δράση ευρύτατα τμήματα εργαζομένων και εκεί πάνω να χτιστεί κίνημα ανατροπής, δεν υπάρχει […]».
Αναφέρεται ακόμη στην πολιτική ΚΚΕ-ΠΑΜΕ την λογική που εκφράστηκε ότι στον καπιταλισμό δεν μπορούν να υπάρξουν κατακτήσεις ακόμη και με μεγάλους αγώνες. Στην κομματικοποίηση των συνδικάτων, την διάσπαση του εργατικού κινήματος σε ανάλογες λογικές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την διπλή τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, στην απομαζικοποίηση των συνδικάτων και τις ευθύνες της ηγεσίας του ΚΚΕ για όλα αυτά και συνεχίζει: «[…] Η δοκιμασμένη τακτική είναι το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και των εργαζομένων […] πάνω στη βάση της επιβίωσης και των άμεσων προβλημάτων τους, για την ανατροπή των μνημονίων και όλων των αντιλαϊκών μέτρων που επέβαλλαν τρόικα και ελληνικές κυβερνήσεις, μονομερής διαγραφή του χρέους, ανακούφιση της ζωής του λαού κ.λπ., που θα αγωνίζεται να συνενώσει ισότιμα όλους τους εργαζόμενους ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις και άλλες διαφορές και στην πορεία, όταν το μέτωπο ωριμάζει και βαθαίνει ο χαρακτήρας του να παίρνει χαρακτηριστικά αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου ανατροπής που θα διεκδικήσει την εξουσία.
[…] Σημαντικό πρόβλημα είναι η αμφισβήτηση και άρνηση σταθερών αντιιμπεριαλιστικών θέσεων οι οποίες ουσιαστικά δικαιώθηκαν στη ζωή […] Τρανταχτό παράδειγμα η θέση για έξοδο της χώρας από Ευρώ και την ΕΕ […] Η αλλαγή της θέσης του Κ.Κ.Ε. και το σύνθημα ”Έξω από την ΕΕ με λαϊκή εξουσία”…» και η άποψη της ηγεσίας ότι «…”θα καταστραφεί η χώρα αν βγούμε από το ευρώ”, που ταύτιζαν στα μάτια του λαού το Κ.Κ.Ε. με τα κόμματα της αστικής τάξης […]».
Στον ίδιο καμβά κινούνται και οι απόψεις του Οδυσσέα Πραξιάδη που εκτίθενται στην ίδια ιστοσελίδα στις 18-05-12 και αναφέρονται στην «απώλεια των Λενινιστικών χαρακτηριστικών του ΚΚΕ». (Η απώλεια των λενινιστικών χαρακτηριστικών του ΚΚΕ)
Αναφέρεται στην αναίρεση των αποφάσεων του 15ου Συνεδρίου για το Αντιμονοπωλιακό Αντιιμπεριαλιστικό Δημοκρατικό Μέτωπο και την κατ’ αυτόν «ταύτιση της στρατηγικής με την τακτική». Συνεχίζοντας αναφέρει. «[…] Η ηγεσία του ΚΚΕ έχει πετάξει στον ”κάλαθο των αχρήστων” την πάγια θέση περί εξαρτημένης Ελλάδας που είναι διαπίστωση και του Προγράμματος σύμφωνα με το οποίο ”Η Ελλάδα βρίσκεται σε ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα”. […] Η παραβίαση του προγράμματος πραγματοποιήθηκε στα δύο τελευταία συνέδρια του κόμματος. Στο 17ο συνέδριο διαπιστώθηκε ότι ”ενισχύθηκαν τα βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού”. Στο 18ο […] εξαφανίζεται ο χαρακτηρισμός του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού […] Η ηγεσία του ΚΚΕ έχει υιοθετήσει πλέον τη θεωρία της αλληλεξάρτησης που διατυπώθηκε στο παρελθόν από τον ελληνικό τροτσκισμό και πάσης φύσεως μικροαστικά σχήματα.
[…] Σε όλες τις παρεμβάσεις του κόμματος, η επωδός είναι η λαϊκή εξουσία […] Έτσι από την κεντρική πολιτική σκηνή μέχρι και το τελευταίο σωματείο, ο όρος για κοινή πάλη δεν είναι η αποδοχή ενός αντιμονοπωλιακού-αντιιμπεριαλιστικού συνεκτικού «πακέτου» αιτημάτων που θα βοηθήσει την εργατική τάξη και το λαϊκό κίνημα να προσεγγίσει το στόχο της κοινωνικής επανάστασης, αλλά ο ίδιος ο στρατηγικός στόχος. Εδώ και καιρό η ηγεσία του ΚΚΕ φαίνεται πως έχει αποφασίσει την ίδρυση «κόκκινων» συνδικάτων […] προκειμένου να ενισχυθεί ο ”ταξικός προσανατολισμός του κινήματος”. […] Η στροφή έχει έντονα δεξιά χαρακτηριστικά παρά την -τύποις- αριστερίστικη παρέκκλιση.
[…] Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η άποψη που καθυβρίζει κάθε αυθόρμητη κίνηση των μαζών, βγάζοντας στην επιφάνεια έναν ιδιότυπο συντηρητισμό».
Στην ίδια ιστοσελίδα («Εργατικός Αγώνας») γράφει ο Δ.Δ. στις 02-07-12 για «Το ανοιχτό κάλεσμα του ΠΑΜΕ στην εργατική τάξη και τα συνδικάτα». (Το ανοιχτό κάλεσμα του ΠΑΜΕ στην εργατική τάξη και τα συνδικάτα της)
«Η στροφή στα άμεσα προβλήματα του λαού είναι αναγκαία αρκεί να μην γίνει με τρόπο προσχηματικό για την άμβλυνση των αρνητικών εντυπώσεων του λαού […] Τα 10 αιτήματα-διεκδικήσεις είναι όλα οικονομικού χαρακτήρα και σχεδόν όλα εντελώς άμεσα αιτήματα επιβίωσης. Μόνο το αίτημα για κατάργηση όλων των ελαστικών σχέσεων απασχόλησης έχει έναν πιο προωθημένο και γενικευμένο χαρακτήρα, προϋποθέτει μακρόχρονη πάλη […]πολύ σωστά όμως μπαίνει άμεσα για διεκδίκηση. Αν λοιπόν το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα παραμείνει μόνο σ’ αυτά τα αιτήματα, παρότι είναι εντελώς αναγκαία, είναι η βάση, κινδυνεύουν οι αγώνες να πάρουν οικονομίστικο χαρακτήρα. Είναι ανάγκη να μπουν από τώρα ορισμένα πολιτικά αιτήματα μεταβατικού χαρακτήρα που το επίπεδο του εργατικού κινήματος επιτρέπει και θα δώσουν σ’ αυτό δυναμική και προσανατολισμό. Π.χ. α. η μονομερής διαγραφή του χρέους της χώρας, αφού χωρίς αυτήν ανακούφιση δεν υπάρχει, αντίθετα μπροστά είναι η πλήρης συντριβή κατακτήσεων και δικαιωμάτων του λαού, β. το ζήτημα των τραπεζών που απορροφούν προνομιακά τεράστιους πόρους σε βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και του λαού, γ. βασικά αιτήματα για όλα τα στρώματα του πληθυσμού αγρότες, μικροαστικά στρώματα της πόλης κ.λπ. Η εργατική τάξη κατακτά τον πρωτοπόρο ρόλο της παλεύοντας για τα αιτήματα όλων των καταπιεσμένων τάξεων […]». Στη συνέχεια θέτει το ερώτημα (ο Δ.Δ.) «Καλώντας το ΠΑΜΕ τα συνδικάτα στη δράση, εννοεί όλα τα συνδικάτα, ή αυτά που συμμετέχουν στο ΠΑΜΕ;».
Και καταλήγει: «[…] Μόνο ένα μεγάλο ενιαίο μέτωπο των εργαζομένων στη βάση της ισοτιμίας και της κοινής δράσης, καταρχήν μέσα στο μαζικό κίνημα και στην πορεία στο πολιτικό επίπεδο που θα συμπεριλάβει πολιτικά κόμματα και οργανώσεις με αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό μπορεί να δώσει αποτελέσματα, ελπίδα και προοπτική».
Κριτική - ερμηνείες - προτάσεις
Αυτό που θα
‘χαμε να πούμε από τη μεριά μας σε σχέση με όλα αυτά, είναι κατ’ αρχάς ότι
εμπεριέχουν αρκετές εύστοχες κριτικές επισημάνσεις. Άλλωστε σ’ όλα αυτά τα
ζητήματα που αφορούν την πολιτική του ΚΚΕ αναφερόμαστε από τη μεριά μας συνεχώς
εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό που εμφανίζεται σαν πρόβλημα είναι οι ερμηνείες που
δίνονται στο γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ κινήθηκε με αυτόν τον τρόπο. Ερμηνείες που
κατά την άποψή μας είναι από ανεπαρκείς έως λαθεμένες ή και
αποπροσανατολιστικές. Ακόμη πιο σοβαρό είναι το ζήτημα που αναδείχνεται σε σχέση
με τα συμπεράσματα και τις προτάσεις στις οποίες οδηγούνται με βάση αυτά περί
του δέοντος γενέσθαι (πιο έντονα στις απόψεις της «Νέας Σποράς»). Δεν έχουμε έτσι λόγους να διαφωνήσουμε στην εκτίμηση ότι η ηγεσία του ΚΚΕ εγκατέλειψε την γραμμή του 15ου Συνεδρίου. (Αυτό ανεξάρτητα από την δική μας άποψη για τις θέσεις αυτού του Συνεδρίου, που άλλωστε διατυπώθηκε από τα τότε).
Ούτε στο ότι ταύτισε την τακτική με την στρατηγική. Σε πρώτη τουλάχιστον ανάγνωση το ζήτημα έτσι δείχνει. «Εκκρεμεί» ωστόσο το ζήτημα ερμηνείας και ουσιαστικότερων προσδιορισμών.
Το ίδιο ισχύει για το ότι η ηγεσία του ΚΚΕ άφησε την πρωτοβουλία κινήσεων στον ΣΥΡΙΖΑ με αποτέλεσμα να καρπωθεί (εκλογικά) αυτός την έκφραση της οργής ενός κόσμου.
Είναι πραγματικό γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ κινούνταν με μια λογική στη βάση της οποίας «απαιτούσε» την εκ των προτέρων αναγνώριση του ηγετικού ρόλου του ΚΚΕ.
Το ότι «η ηγεσία κράτησε το κόμμα μακριά από τις μάζες…και περίμενε τις μάζες να πάνε στο κόμμα».
Σωστά επίσης απορρίπτεται το «διδακτικό» στυλ με το οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ απευθυνόταν στον κόσμο.
Άλλο τόσο είναι γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ έθετε σε δεύτερη μοίρα τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων και την ανάπτυξη της πάλης σε μια τέτοια βάση, προτάσσοντας κάθε φορά το ζήτημα της «Λαϊκής Εξουσίας-Οικονομίας». Μια λογική συνάρτηση της οποίας ήταν και η άποψη πως δεν μπορούν να υπάρξουν κατακτήσεις στα πλαίσια του καπιταλισμού.
Σωστά επίσης κριτικάρεται η πολιτική κομματικοποίησης των συνδικάτων, η διασπαστική λογική στη βάση της οποίας προωθούνταν ουσιαστικά μια κατεύθυνση δημιουργίας «κόκκινων συνδικάτων».
Άλλο τόσο ισχύει το ότι η ηγεσία του ΚΚΕ υπονόμευε κάθε δυνατότητα κοινής δράσης καθώς και η επισήμανση ενός «ιδιότυπου συντηρητισμού» που εκδήλωνε απέναντι σε κάθε αυθόρμητη κίνηση των μαζών.
Ακόμη επισημαίνεται σαν σοβαρό ζήτημα -και αναμφισβήτητα είναι- η υιοθέτηση από την ηγεσία του ΚΚΕ της άποψης ότι η Ελλάδα αναπτύσσει ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά καθώς και της θεωρίας της αλληλεξάρτησης, πράγμα που θεωρούν ότι οδηγεί σε υποβάθμιση των αντιιμπεριαλιστικών θέσεων του ΚΚΕ.
Σε σχέση με το πώς ερμηνεύονται όλα αυτά. Όσον αφορά την πλευρά της «Νέας Σποράς» σαν βασική θεωρείται η εγκατάλειψη των θέσεων του 15ου Συνεδρίου. Στο γιατί ωστόσο έγινε αυτό δεν επιχειρείται μεγαλύτερη εμβάθυνση και η αναζήτηση πληρέστερων εξηγήσεων. Αναφέρονται γενικά σε αριστερό οπορτουνισμό, σε σεχταρισμό που οδήγησε σε αποκοπή από τις διαθέσεις και την κίνηση των μαζών και τελικά στο ότι αυτή η ηγεσία δεν πιστεύει στο πρόγραμμα του κόμματος.
Κάποιες σκέψεις μπορεί να κάνει κανείς με βάση την κριτική που ασκείται από την μεριά της «Νέας Σποράς» και σε «κάποιους άλλους» που «κοιτάν προς τα έξω» και στην οποία δίνεται μεγάλη έκταση και βάρος. Εκείνο που μπορούμε να σκεφτούμε (με αναπόφευκτες ορισμένες επιφυλάξεις) είναι πως είτε δεν μπορούν είτε δεν θέλουν να προχωρήσουν σε μεγαλύτερο βάθος επειδή εκεί που κυρίως προσβλέπουν είναι σε αλλαγές εντός των πλαισίων του ΚΚΕ και μάλιστα στο ηγετικό του επίπεδο. Τώρα το πόσο βάσιμες είναι τέτοιες προσδοκίες δεν είναι δική μας υπόθεση να το απαντήσουμε, ενώ ταυτόχρονα έχουμε λόγους να δυσπιστούμε για το αν η επιδιωκόμενη στροφή είναι προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά.
Όσον αφορά τους εκπροσώπους του «Εργατικού Αγώνα» αναφέρονται και αυτοί στην εγκατάλειψη των θέσεων του 15ου Συνεδρίου, επιχειρούν ωστόσο να δώσουν περισσότερες εξηγήσεις. Ορισμένες κατ’ αρχάς παρατηρήσεις σε σχέση με κάποιες αναφορές. Εγκαλείται η ηγεσία του ΚΚΕ έως και για «ολίγον» τροτσκισμό. Έχουμε λοιπόν εδώ μια ηγεσία που από τη μια «αποκαθιστά» τον Στάλιν (στο αν, πως και γιατί τον «αποκαθιστά» έχουμε τοποθετηθεί παλιότερα) και από την άλλη ρέπει προς τον …τροτσκισμό. Το σχήμα μοιάζει ολίγον σχιζοφρενικό και μάλλον θα πρέπει να αναζητηθούν ουσιαστικότερες εξηγήσεις. Κάτι ανάλογο ισχύει σε σχέση με την αναφορά στον οτσοβισμό. Πράγματι στην «φωτογραφία» του πράγματος υπάρχουν εκφράσεις της πολιτικής του ΚΚΕ που προσομοιάζουν σε θέσεις και αντιλήψεις του οτσοβισμού. Υπάρχουν ωστόσο εδώ ορισμένοι παράγοντες που δεν μπορούμε να τους προσπερνούμε. Τέτοιου είδους απόψεις μπορούν κάλλιστα να ευδοκιμούν σε αριστερίστικες σέχτες καθώς εναρμονίζονται με το φάσμα των ιδεοληψιών που συνήθως τις «βασανίζουν». Δεν είναι όμως και από τα πιο συνηθισμένα των πραγμάτων να χαρακτηρίζουν πολιτικούς οργανισμούς που έχουν μια άλλη υπόσταση, άλλο επίπεδο σύνδεσης με τις μάζες και άλλο επίπεδο παρέμβασης στο πολιτικό γίγνεσθαι. Θα πρέπει συνεπώς και εδώ να αναζητηθούν οι αιτίες που ωθούν την ηγεσία του ΚΚΕ σε τέτοιες «ανοησίες». Που δεν είναι οι μόνες και κυρίως δεν είναι απλώς ανοησίες καθώς πίσω από τις μορφές των πραγμάτων υπάρχουν πάντα τα ίδια τα …πράγματα.
Κάποιες αντιλήψεις μπορεί να διακρίνει κανείς σε απόψεις που διατυπώνονται π.χ. στην παρέμβαση του Αλέξη Θεοδώρου.
«Το φαινόμενο της σημερινής μετάλλαξης των εργατικών κομμάτων και ηγεσιών φέρνει ανεξίτηλη την σφραγίδα της ήττας του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος στο τέλος της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90. … [Το ΚΚΕ] …απέφυγε επιμελώς να δει ότι μια σειρά βασικά στοιχεία των σοσιαλιστικών κοινωνιών είχαν εκφυλιστεί και μετατραπεί στο αντίθετό τους πριν έρθει η ανατροπή. […] Ηγέτες τύπου Γέλτσιν, Γκορμπατσόφ, Έγκον Κρεντς, ολόκληρα Πολιτικά Γραφεία και Κεντρικές Επιτροπές δεν γεννήθηκαν από μια ανατροπή του καθεστώτος. Προκάλεσαν την ανατροπή […]».
Το ότι η πολιτική των εργατικών (όπως αναφέρει) κομμάτων φέρει τη σφραγίδα της ήττας είναι αναμφισβήτητο. Το αν πρόκειται ωστόσο για μετάλλαξη που συντελέστηκε στον χρόνο που την τοποθετεί δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, μια και αυτή πραγματοποιήθηκε αρκετά χρόνια πριν. Αντίστοιχα ερωτηματικά δημιουργεί ο χρονικός προσδιορισμός της ήττας, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 (όπως άλλωστε πράττει και η ηγεσία του ΚΚΕ). Μια τοποθέτηση που υπονομεύει και την όποια αξία της επισήμανσης ότι ηγέτες τύπου Γκορμπατσόφ κ.λπ. δεν γεννήθηκαν από την ανατροπή αλλά προκάλεσαν την ανατροπή. Σημαίνει άραγε αυτό ότι οι προηγούμενοι ηγέτες όπως ο Μπρέζνιεφ λ.χ. ήταν κάτι «άλλο». Περιοριζόμαστε εδώ στο να πούμε απλώς την δική μας άποψη. Ότι δηλαδή Γκορμπατσόφ, Γέλτσιν κ.λπ. ήταν «φυσικά» τέκνα των Χρουστσόφ, Μπρέζνιεφ και ότι η ανατροπή βασικών στοιχείων των σοσιαλιστικών κοινωνιών στο αντίθετό τους συντελούνταν ήδη κατά την διάρκεια κάποιων προηγούμενων δεκαετιών.
Ανάλογα ερωτηματικά δημιουργεί και η αναφορά στο ότι μετά το 1989-1991 (και αφού το ΚΚΕ «σώθηκε» έτσι όπως σώθηκε) φαινόταν ότι ήταν δυνατόν να ενισχυθούν τα μαρξιστικά λενινιστικά χαρακτηριστικά. Αλήθεια είχε το ΚΚΕ τέτοια χαρακτηριστικά ώστε να προσδοκά κανείς ότι μπορούν να ενισχυθούν; Και εν πάση περιπτώσει, ποια ήταν τα δείγματα τέτοιων τάσεων; Ο εναγκαλισμός με τον Ζουγκάνοφ ή τα ταξίδια στην Κίνα και η αποκατάσταση «αδελφικών σχέσεων» με το ΚΚ Κίνας; Και ποια σχέση έχουν αυτά με τις ευθείες βολές στην ηγεσία του ΚΚΕ για ανικανότητα σε συνδυασμό με την αναγωγή των αποφάσεων του 15ου Συνεδρίου σε θέσεις-οδηγό;
Θα αποφύγουμε εδώ την συναγωγή τέτοιων «τελικών» συμπερασμάτων για έναν κυρίως λόγο. Το ότι η συζήτηση από αυτή την πλευρά (του «Εργατικού Αγώνα») έχει μόλις ανοίξει, θα ‘χει ελπίζουμε συνέχεια και πολλά πράγματα θα αποσαφηνιστούν έτσι κι αλλιώς στην πορεία. Θα προτιμήσουμε να παραθέσουμε τις δικές μας εκτιμήσεις και απόψεις για την πολιτική του ΚΚΕ.
Για την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ
Αν από τη μεριά
μας ήμασταν υποχρεωμένοι να προσδιορίσουμε με δυο λόγια την γραμμή του ΚΚΕ θα
λέγαμε ότι δεν πρόκειται για τίποτε άλλο από μια γραμμή «αυτοσυντήρησης».
Αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά ότι δεν είναι καθόλου δόκιμος πολιτικά ένας τέτοιος
προσδιορισμός. Αδυνατούμε ωστόσο να βρούμε κάποιον άλλο σύντομο προσδιορισμό που
να αποτυπώνει ακριβέστερα την πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ. Μιας ηγεσίας
οπορτουνιστικής και ταυτόχρονα «φοβικής» ως προς αυτά που είχε και όφειλε να
αντιμετωπίσει. Στην κριτική που ασκείται στην ηγεσία του ΚΚΕ και από αυτή την
πλευρά επισημαίνεται -και όχι αβάσιμα- ότι έχει εγκαταλείψει την γραμμή του 15ου
Συνεδρίου, δεν την προώθησε κ.λπ. Γιατί ωστόσο και προς τι; Αναζητώντας πολιτικές απαντήσεις μπορούμε να υποθέσουμε ότι:
α) Η ηγεσία του ΚΚΕ εγκαταλείπει την γραμμή του Αντιμονοπωλιακού Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου για να ακολουθήσει μια ρεφορμιστική γραμμή προσέγγισης με την αστική τάξη κινούμενη ίσως ακόμη πιο δεξιά και από τον ΣΥΡΙΖΑ.
β) Την απορρίπτει επειδή εκτιμά ότι οι συνθήκες είναι ώριμες για να τεθεί στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα τής -άμεσα- σοσιαλιστικού χαρακτήρα ανατροπής. Άλλη εκδοχή από «καθαρά» πολιτική άποψη δεν μπορούμε κατ’ αρχάς να δούμε.
Ως προς το πρώτο θα το αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη. Ο λόγος είναι ότι η ηγεσία του ΚΚΕ απέφυγε όλα αυτά τα χρόνια να εμπλακεί σε πολιτικά παιχνίδια συνδιαμόρφωσης πολιτικών λύσεων με ρεφορμιστικές και αστικές δυνάμεις, σε αντίθεση λ.χ. με τον ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ που τις είχε ψωμοτύρι. Αυτό δεν σημαίνει ότι κινήθηκε με τρόπο που να την φέρνει σε άμεση αντιπαράθεση με το σύστημα. Αντίθετα, σε όσες περιπτώσεις κινητοποιήσεων που για διάφορους λόγους εξελίσσονταν σε μια τέτοια κατεύθυνση, έσπευδε να τις «συμμαζέψει».
Όσον αφορά το δεύτερο, την γραμμή της λαϊκής εξουσίας κ.λπ. Δεν θα σταθούμε εδώ στο αν μια τέτοια κατεύθυνση είναι σωστή ή λάθος και σε αντιπαραβολή λ.χ. με την γραμμή του Αντιμονοπωλιακού Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου. Όχι επειδή δεν είναι σοβαρό ζήτημα (ίσα-ίσα) αλλά επειδή πριν «φθάσουμε» σ’ αυτό υπάρχει ένα άλλο ζήτημα χωρίς την απάντηση στο οποίο η συζήτηση περί σωστού ή λάθους δεν έχει και πολύ νόημα.
Τα ερωτήματα λοιπόν εδώ είναι.
Προώθησε έμπρακτα αυτήν έστω την γραμμή η ηγεσία του ΚΚΕ στο πεδίο της πάλης; Αναζήτησε, επεδίωξε να διαμορφώσει -πάντα στο πεδίο της πάλης- τους όρους και συνθήκες προώθησης, υλοποίησής της;
Προώθησε λ.χ. την συγκρότηση της εργατικής τάξης στη βάση των άμεσων κατ’ αρχάς προβλημάτων της και της προσπάθειας αναζωογόνησης των πρωτοβάθμιων μορφών οργάνωσής της;
Προώθησε αντίστοιχα την ανάπτυξη, συγκρότηση των λαϊκών μετώπων πάλης; Πού δηλαδή θα πατούσε το προχώρημα ενός τόσο προωθημένου στόχου; Στις εκκλήσεις για αύξηση των εκλογικών ποσοστών του ΚΚΕ; Πιστεύουν στ’ αλήθεια (και δεν εννοούμε μόνο αυτούς του «Εργατικού Αγώνα») ότι η ηγεσία του ΚΚΕ έβαλε την γραμμή του Αντιμονοπωλιακού Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου στο συρτάρι επειδή πραγματικά πίστευε ότι η γραμμή της Λαϊκής Εξουσίας κ.λπ. είναι η ορθή; Όσο τουλάχιστον μας αφορά δεν βρίσκουμε σοβαρά στοιχεία που να μας πείθουν για κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και υποχρεούμαστε να αναζητήσουμε άλλες εξηγήσεις.
Η ηγεσία του ΚΚΕ συγκροτήθηκε από εκείνο το τμήμα του στελεχικού απαράτ που στα πλαίσια του ΚΚΕ αντιστοιχούσε κατά μια έννοια στην κρατικίστικη πτέρυγα του ΚΚΣΕ. (Σε αντίθεση με την ομάδα Ανδρουλάκη, Δαμανάκη, Δραγασάκη, Αλαβάνου κ.ά. που προσέβλεπαν στον Γκορμπατσόφ για να καταλήξουν αργότερα στον …Κλίντον). Μια τάση κατ’ ουσίαν πολιτικά ρεφορμιστική και αυτή, που διαμόρφωσε τα ιδεολογικά πολιτικά της χαρακτηριστικά στη βάση των Μπρεζνιεφικού τύπου «κομμουνιστικών» προδιαγραφών, στην ελλαδική φλωρακική τους έκδοση.
Όταν συγκρούστηκε (1989-1991) με την άλλη ομάδα (αφού σε συνεταιρισμό μαζί της είχαν πετάξει έξω την αριστερή τάση και το σύνολο σχεδόν της νεολαίας του κόμματος) ευελπιστούσε ακόμη σε αναστροφή των εξελίξεων στην Σοβιετική Ένωση. Η αποτυχία της κίνησης ανατροπής των Γκορμπατσόφ, Γέλτσιν τον Αύγουστο του 1991 στην Σοβιετική Ένωση την άφησε στον αέρα να αντιμετωπίζει πρόβλημα ταυτότητας έως και ύπαρξης. Μαθημένη να λειτουργεί με «πλάτη» την αναζήτησε στην σύνδεση με τον Ζουγκάνοφ (ηγέτη του τμήματος του ΚΚΣΕ που «επέζησε») και με το ΚΚ Κίνας που μέχρι τότε το πέρναγε γενεές δεκατέσσερις.
Ωστόσο αυτά δεν αρκούσαν ως απάντηση στα ζητήματα που έθετε η νέα κατάσταση.
Έτσι το ιδεολογικό επίπεδο «οχυρώθηκε» σ’ αυτά που «ήξερε». Στο ιδεολογικό πολιτικό «σώμα» που διαμορφώθηκε στην χρουστσοφική-μπρεζνιεφική περίοδο. Μάλιστα με αυτήν κατά βάσιν την αντίληψη πραγμάτων συνεχίζει να «ερμηνεύει» την παλινόρθωση και να διαμορφώνει τις θέσεις της για τον σοσιαλισμό. Στην αντιπαράθεσή της με την «ανανεωτική» πτέρυγα του ρεφορμισμού επιστράτευσε την πιο ντούρα «ταξική-κομμουνιστική» ρητορεία και με «υλικά» από το ιδεολογικό φορτίο που προαναφέρθηκε. Στο πολιτικό πεδίο και απέναντι στην ανοιχτά ρεφορμιστική-αστική γραμμή των «ανανεωτών» αντιπαράθεσε την γραμμή που αποκρυσταλλώθηκε στο 15ο Συνέδριο. Μια γραμμή που στην ουσία αποτελούσε την -προσαρμοσμένη- επανέκφραση των θέσεων με τις οποίες παλιότερα η φλωρακική πτέρυγα είχε αντιπαρατεθεί στην ΕΑΔΕ κ.λπ. των «ανανεωτών» του Κύρκου.
Με βάση αυτά και τις οργανωτικές δυνατότητες ενός μηχανισμού που κατόρθωσε να διατηρήσει, το ΚΚΕ αναδείχτηκε σαν η ισχυρότερη δύναμη στον χώρο της Αριστεράς. Βοηθήθηκε άλλωστε σ’ αυτό:
α) Από την εξόφθαλμα δεξιά γραμμή των «ανανεωτών».
β) Το ανερμάτιστο και τις εξαλλοσύνες τάσεων που θέλαν να εμφανίζονται ως υπερεπαναστατικές.
γ) Από την αδυναμία των κομμουνιστικών μ-λ δυνάμεων να πείσουν ότι όχι μόνο θέλουν αλλά και μπορούν να αποτελέσουν την απάντηση στο πρόβλημα.
Ωστόσο και πάλι το πρόβλημα παρέμενε ουσιαστικά αναπάντητο. Πολύ περισσότερο που η κλιμάκωση της επίθεσης, η όξυνση της ταξικής πάλης έθεταν όλο και περισσότερες, όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις. Ιδιαίτερα στα πλαίσια της μεγάλης αναμέτρησης που συντελείται στους καιρούς μας το καθήκον ενός κομμουνιστικού κόμματος (αν το υποθέταμε σαν τέτοιο) είναι αυτονόητο. Είναι να προωθήσει την αντίσταση των εργαζόμενων λαϊκών μαζών. Να οργανώσει την πάλη τους στη βάση των άμεσων προβλημάτων τους. Να προχωρήσει αποφασιστικά στην οικοδόμηση μετώπων πάλης και συνολικά σε μια κατεύθυνση συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων. Αν ωστόσο κινούνταν σε μια τέτοια κατεύθυνση αυτό σήμαινε ότι έμπαινε σε μια τροχιά άμεσης αντιπαράθεσης-σύγκρουσης με τις δυνάμεις του συστήματος. Κάτι τέτοιο ωστόσο βρισκόταν έξω από την λογική, τις διαθέσεις και τις επιλογές αυτής της ηγεσίας.
Η άλλη εκδοχή ήταν να κινηθεί στην «δοκιμασμένη» ρεφορμιστική γραμμή που κινήθηκε τα προηγούμενα χρόνια με τα τόσο «λαμπρά» αποτελέσματα. Καθοριστική συμβολή στην μεταχουντική σταθεροποίηση του συστήματος, την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ, την «νεκρανάσταση» του Μητσοτάκη δια της «κάθαρσης» κ.λπ.
Έτσι ωστόσο θα αναιρούσε τους λόγους που συνιστούσαν την «ιδιαιτερότητά» της απέναντι στην άλλη πτέρυγα του ρεφορμισμού και που της διασφάλιζαν την πρωτοκαθεδρία. Άσε που αυτό το πεδίο ήταν ήδη «κατειλημμένο» από τους «ανανεωτές», που είχαν ήδη διασφαλίσει την ρήτρα του προτιμώμενου «αριστερού» εταίρου από το σύστημα. Πολύ περισσότερο που η διατήρηση των κομμουνιστικών συμβόλων και αναφορών δεν ήταν και το καλύτερο διαβατήριο για το κλίμα που είχε διαμορφωθεί μετά το 1989-1991.
Μορφές «διαφυγής»
Αυτό που έγινε στην πράξη ήταν
η διαμόρφωση μιας «πολιτικής γραμμής» που θα «απέφευγε» και τις δύο εκδοχές (όσο
μπορεί να είναι νοητό κάτι τέτοιο). Αυτή η «καινοτομία» συνοδεύτηκε, χρειάστηκε
δύο πράγματα. Πρώτο το να επιτρέπει στην ηγεσία του ΚΚΕ να προσπερνά τις άμεσες απαιτήσεις που έθετε η ταξική πάλη να κινείται επιλεκτικά και ανεξάρτητα από αυτές τις απαιτήσεις.
Δεύτερο, την πολιτική τεκμηρίωση αυτής της επιλογής με αναλύσεις, εκτιμήσεις, θέσεις και υποτιθέμενους στόχους. Είχαμε έτσι το φαινόμενο της αντιστροφής της σχέσης ανάλυσης-θέσης, όπου δεν ήταν η ανάλυση που οδηγούσε σε μια αντίστοιχη θέση, αλλά το αντίστροφο. Ήταν που στο όνομα μιας ήδη επιλεγμένης θέσης και πρακτικής που εφευρίσκονταν «αναλύσεις» και επιχειρήματα για να την στηρίζουν.
Σ’ αυτή τη βάση η υιοθέτηση της άποψης που έθετε το ζήτημα της εξουσίας και του σοσιαλισμού στην ημερήσια διάταξη, επέτρεπε (και χρησιμοποιήθηκε) για την παραπομπή της αντιπαράθεσης, αναμέτρησης με το σύστημα στο απροσδιόριστο μέλλον. Η «αδιάλλακτη» στάση στο ζήτημα των συνεργασιών στο όνομα της «κομμουνιστικής καθαρότητας» συγκάλυπτε την άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ να προωθήσει την οικοδόμηση και ανάπτυξη μετώπων πάλης.
Η ανακάλυψη ιμπεριαλιστικών χαρακτηριστικών στην Ελλάδα ερχόταν να υπηρετήσει την λογική μιας υποτιθέμενης ντούρας «εργατικής» γραμμής που «δεν χρειαζόταν» Μέτωπα και άλλες τέτοιες «ύποπτες» πολιτικές κινήσεις.
Την ίδια εξυπηρέτηση στο ίδιο θέμα προσέφερε και ο τρόπος που άρχισαν να αντιμετωπίζονται οι θέσεις του ΚΚΕ του 1934, η πολιτική του ΕΑΜ κ.λπ. Την ίδια λογική υπηρετούσε και η πολιτική που ασκήθηκε στα συνδικάτα, η αδρανοποίηση, η απομαζικοποίηση, ο διαχωρισμός. Η προώθηση μιας ουσιαστικής λειτουργίας στα πρωτοβάθμια σωματεία θα έδινε φωνή στους εργάτες, θα έφερνε στο προσκήνιο τις πραγματικές απαιτήσεις της εργατικής πάλης.
Απ’ εκεί και πέρα οι επιλεγμένες περιχαρακωμένες, πλήρως ελεγχόμενες και παραδειγματικού (στην ουσία τους) χαρακτήρα ενέργειες έρχονταν να εκτονώσουν τις αγωνιστικές διαθέσεις των μελών και να προσφέρουν άλλοθι ταξικής αγωνιστικής δραστηριοποίησης στην ηγεσία του ΚΚΕ.
Αυτή η οπορτουνιστική και ανερμάτιστη πολιτική έφερνε όπως ήταν αναπόφευκτο κάθε τόσο τις αντιφάσεις της τις οποίες η ηγεσία του ΚΚΕ αντιμετώπιζε με τρόπους που πολλές φορές άγγιζαν τα όρια της γελοιότητας.
Η χαρακτηριστικότερη ίσως έκφρασή του, το ανεκδιήγητο σύνθημα της «Αντεπίθεσης». Πέρα απ’ αυτά που ήδη αναφερθήκαμε σε σχέση με αυτό, εκείνο που επιπλέον προσέφερε στην ηγεσία του ΚΚΕ ήταν η διαφυγή από την αναγκαιότητα προώθησης του καθήκοντος της Αντίστασης. Σε σχέση λοιπόν με έναν τέτοιο ολιγαρκή στόχο («φτωχοπροδρομικό» τον χαρακτήριζαν κάποιοι άλλοι) η ηγεσία του ΚΚΕ έθετε στην ημερήσια διάταξη ένα πολύ πιο «προωθημένο». Τον ίδιο χοντροκομμένο οπορτουνισμό (και παραλογισμό) υπηρετούσε η άποψη πως οι αγώνες δεν οδηγούν σε κατακτήσεις και πως ο μόνος τρόπος ήταν η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ.
Και ήταν αυτή η «χρέωση» που παρήγαγε το απίστευτο φαινόμενο να βγαίνει μια Γ. Γραμματέας ενός κομμουνιστικού, υποτίθεται, κόμματος και να «μαλώνει» τον λαό που δεν συμμορφώθηκε στις νουθεσίες του κόμματός της. Στην ίδια λογική και το εφεύρημα πως το ΚΚΕ δεν ανήκει στην αριστερά και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
Το μεγάλο επιχείρημα της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν αυτό που της διασφάλιζε η υπεροχή, η πρωτοκαθεδρία της (οργανωτική, εκλογική, σύνδεσης με κόσμο) απέναντι στις άλλες δυνάμεις που αναφέρονταν στην Αριστερά. Κατά την λογική της αυτό δεν σήμαινε παρά την επιβεβαίωση της γραμμής και της πολιτικής της. Ταυτόχρονα ωστόσο λειτουργούσε και σαν στοιχείο επανάπαυσης απέναντι στα τεκταινόμενα.
Μόνο που, όπως επανειλημμένα έχουμε επισημάνει, από την πραγματική ζωή και τις απαιτήσεις που θέτει η ταξική πάλη δεν ξεφεύγει τελικά κανείς. Πολύ περισσότερο που η όξυνση της ταξικής πάλης αφήνει όλο και μικρότερα περιθώρια για τέτοιες διαφυγές. Ιδιαίτερα τα τελευταία δυο-τρία χρόνια όπου οι εξελίξεις (Μνημόνια κ.λπ.) άνοιξαν σειρά ζητημάτων και μάλιστα με τον πιο πιεστικό τρόπο η ηγεσία του ΚΚΕ έχασε σε μεγάλο βαθμό τις όποιες ισορροπίες της. Πολύ περισσότερο που η έξαρση της οργής και κινητικότητας του κόσμου, τα αγωνιστικά ξεσπάσματα, την έβαζαν με τον πιο πιεστικό τρόπο μπροστά σε καθήκοντα που ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να αντιμετωπίσει. Ταυτόχρονα οι πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ, η κινητικότητα που για δικούς του λόγους και με την δική του λογική επεδείκνυε, απειλούσε να της αφαιρέσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Την πρωτοκαθεδρία στον ευρύτερο αριστερό χώρο. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να προσπαθεί να ισορροπεί πάνω στην γραμμή της αυτοσυντήρησης κινούμενη -εν πλήρη συγχύσει πλέον- μέσα από αντιφάσεις και αλληλοσυγκρουόμενες τοποθετήσεις. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε. Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει πλέον πολύ σοβαρά προβλήματα ενώ ως φαίνεται ότι εκτός από την γραμμή αμφισβητείται πλέον και η ηγεσία του. Το πόση έκταση και βάθος έχει αυτό, μένει να το δούμε. Το πρόβλημα πάντως έχει τεθεί. Όσο κι αν προσπαθεί η ηγεσία του ΚΚΕ να το «κλείσει» με τους συνήθεις αφορισμούς και καταγγελίες, δεν θα μπορέσει να το αποφύγει. Όχι επειδή το θέτουν η Ν.Σ., ο «Εργατικός Αγώνας», εμείς ή οποιοσδήποτε άλλος, αλλά επειδή το θέτει η ίδια η πραγματικότητα, η ίδια η ταξική πάλη.
Από την μεριά της Ν.Σ. και του «Εργατικού Αγώνα» γίνονται αναφορές και υποθέσεις πάνω στο πώς θα μπορούσε να έχουν εξελιχθεί τα πράγματα αν το ΚΚΕ ακολουθούσε μια άλλη πολιτική. Ταυτόχρονα διατυπώνουν προτάσεις για το τι πρέπει να γίνει απ’ εδώ και πέρα. Οπωσδήποτε έχουν το ενδιαφέρον τους όλα αυτά. Πριν ωστόσο αναφερθούμε σ’ αυτά, θεωρούμε πως θα φώτιζε και θα διευκόλυνε την κατανόηση της ουσίας των ζητημάτων το να δούμε την γραμμή και τον τρόπο που κινήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Για την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ
Στην πολιτική του
ΣΥΡΙΖΑ του τελευταίου διαστήματος (και όχι μόνο) έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα,
εκτεταμένα και αναλυτικά. Εδώ και για λόγους οικονομίας αυτού του κειμένου να
αναφερθούμε σε ορισμένα ζητήματα και εκφράσεις της και με όσο γίνεται πιο
συνοπτικό τρόπο. Ο κεντρικός κορμός του (ΣΥΝ) προέρχεται και κουβαλάει τα χαρακτηριστικά του λεγόμενου «Ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος και ο οποίος κινήθηκε στην λογική της πλήρους προσαρμογής στα αστικά δεδομένα μετά το 1989-1991. Η αναπροσαρμογή αυτής της πολιτικής σε πιο "αγωνιστική" κατεύθυνση συνδέεται:
α) Με διεθνείς ανακατατάξεις και βασικά την ένταση των αντιθέσεων των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών με τις ΗΠΑ και με αφορμή την επιδρομή στο Ιράκ.
β) Με την επέκταση της επίθεσης στα μεσοστρώματα, την κοινωνική βάση αναφοράς του, μια εξέλιξη που απειλούσε να αφαιρέσει τον λόγο πολιτικής του ύπαρξης και οποιουδήποτε ρόλου του. Μια στροφή που αποκρυσταλλώθηκε στην γραμμή «ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών με κινηματική στήριξη».
Στις πρόσφατες εξελίξεις εκφράστηκε με την κατεύθυνση δημιουργίας «κεντροαριστερής» κυβέρνησης από ΠΑΣΟΚ (ή το «αριστερό» του κομμάτι), του ΣΥΡΙΖΑ και τη ΔΗΜΑΡ. Όσον αφορά την «πρόταση» στο ΚΚΕ (και άλλες αριστερές δυνάμεις), αυτή στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ σαν τέτοια. Αποτέλεσε τακτικό ελιγμό, έκφραση του γενικού εμπορίου «ενότητας» στο οποίο επιδίδονταν ο ΣΥΡΙΖΑ και το πολύ που στόχευε ήταν στην προσέλκυση τμήματος στελεχών του ΚΚΕ.
Διαφωτιστική ως προς αυτό (και ως προς αυτό) υπήρξε η γραμμή που ο ΣΥΡΙΖΑ υπαγόρευσε-επέβαλε στην «πλατεία». Όπως έδειξαν οι εξελίξεις, οι κορυφώσεις των λαϊκών κινητοποιήσεων (που ταρακούνησαν το σύστημα) υπήρξαν στις περιπτώσεις που εκ των πραγμάτων συνενώθηκαν οι «δρόμοι» με τις «πλατείες». Αυτό πέραν των άλλων κατέδειξε και τον δρόμο που θα ‘πρεπε να ακολουθηθεί τόσο για την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος όσο και της δυνατότητάς του να επιβάλλει λύσεις. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν το ήθελε καμιά από τις βασικές δυνάμεις της Αριστεράς.
Το μεν ΚΚΕ «έλυσε» αυτό το πρόβλημα δια της αποχής. Όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ με την γραμμή που επέβαλε (με την βοήθεια και άλλων «αριστερών» και «πατριωτικών» δυνάμεων), το όχι κόμματα, όχι συνδικάτα. Μια πολιτική που ολοφάνερα στόχευε (και πέτυχε) τον αποκλεισμό των πολιτικών δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς. Ταυτόχρονα, την αποτροπή της όσμωσης εργατικών μαζών με τον κόσμο της «πλατείας». Μια όσμωση που θα επιδρούσε στην διαμόρφωση άλλων τάσεων και πολιτικών κατευθύνσεων από αυτές που προωθούσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε σε μικροαστικές αντιλήψεις και διαθέσεις ενός κόσμου που θα μπορούσαν να συνοψισθούν σε μια τάση «επιστροφής» στην προηγούμενη, αν όχι καλή, τουλάχιστον ανεκτή, κατάσταση. Ταυτόχρονα ερωτοτρόπησε και με «πατριωτικές» δυνάμεις (παραχωρώντας έτσι έδαφος και στην Χρυσή Αυγή) ευελπιστώντας σε στήριξη και από τμήματα της αστικής τάξης. (Τα ανοίγματα στον Καμμένο και η πρόταση για τον Αρσένη δεν πέσαν από τον ουρανό. Εκεί κυοφορήθηκαν.).
Οι εκλογές της 6ης Μάη υπήρξαν αιφνιδιασμός και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Από δύναμη συμπληρωματική στο επιδιωκόμενο κυβερνητικό σχήμα την ανέδειξε σε πρώτη και κύρια. Από δύναμη με θέσεις και διακηρύξεις που αντιστοιχούσαν στην «ασφάλεια» του 4,5% σε δύναμη που θα ‘χε πλέον την ευθύνη να τις εφαρμόσει ή να τις αποκηρύξει. Έτσι βρέθηκε ανάμεσα σε δυο πιέσεις. Την πίεση ενός κόσμου στον οποίο ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καλλιεργήσει προσδοκίες εύκολων και γρήγορων λύσεων. Από την άλλη, την επίγνωση (ορισμένων τουλάχιστον επιτελών του) ότι τέτοιες λύσεις δεν υπάρχουν και ότι αυτό που βρίσκεται μπροστά τους είναι μια πορεία αναμέτρησης (ή συμβιβασμών και υποχώρησης). Μια αναμέτρηση που ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε την ήθελε, ούτε την μπορούσε. Και δεν την ήθελε επειδή κάτι τέτοιο βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με την όλη ρεφορμιστική λογική και συγκρότησή του, αποτελούσε αναίρεση της ευρωπαϊκής του στρατηγικής και απόρριψη της «ευρωπαϊκής ιδέας» με την οποία γαλουχούνταν επί δεκαετίες. Μια πραγματικότητα που έσπευδαν να την υπογραμμίσουν οι πιέσεις και απειλές παραγόντων του συστήματος Ελλήνων και Ευρωπαίων. (Έως και του προσφιλούς Ολάντ και άλλων «σοσιαλιστών»). Δεν την μπορούσε γιατί μια τέτοια αναμέτρηση προϋπόθετε όρους και προδιαγραφές που μια πολιτική δύναμη με τα ιδεολογικά, πολιτικά χαρακτηριστικά και την συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να διαθέτει και δεν διέθετε. Μια πολιτική δύναμη που δεν ήταν διατεθειμένη να πράξει μήτε αυτό στο οποίο την παρότρυνε (εν τη αγωνία του) κάποια στιγμή ο Α. Αλαβάνος. «Να πει στον λαό την αλήθεια». Πώς να την πει ωστόσο που όλο τον καιρό τον παραγέμιζε με φούμαρα. Πώς να απαρνηθεί το δώρο που της πρόσφεραν οι εξελίξεις και από μια δύναμη που έπιανε δεν έπιανε το όριο εισόδου στη Βουλή την εκτίναξε σε δύναμη πρώτης γραμμής; Εξ ου και το αλαλούμ στις δηλώσεις στελεχών του. Οι αντιφάσεις και αλληλοαναιρέσεις. Τα εφευρήματα και οι γελοιότητες του τύπου, δεν μπορούν να μας βγάλουν από ΟΝΕ-ΕΕ επειδή νομικά δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο. Οι αυταπάτες για την «στήριξη» που θα τους παρέχονταν από δυνάμεις που αναδεικνύονταν από το «νέο κλίμα» στην Ευρώπη.
Ελαφρότητες που συνοδεύονταν από όρκους πίστης στο Ευρώ, την ΟΝΕ, την ΕΕ, την ευρωπαϊκή ιδέα και που σηματοδοτούσαν τον βασικό προσανατολισμό των επιτελών του ΣΥΡΙΖΑ στην «ρεαλιστική» αποδοχή της πραγματικότητας. Τελικά το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιούνη προσέφερε στον ΣΥΡΙΖΑ αυτό που προσδοκούσε. Την ικανοποίηση για το κέρδισμα της δεύτερης θέσης. Την ανακούφιση για την «απώλεια» της πρώτης.
Υποθέσεις και πραγματικότητα
Έχοντας υπόψη μας
τα προηγούμενα, ας έρθουμε σ’ αυτά που προαναφέρθηκαν. Στο τι θα μπορούσε να
έχει γίνει αν ακολουθούνταν μια άλλη πολιτική και κυρίως στο τι πρέπει να γίνει
απ’ εδώ και πέρα. Όσον αφορά το πρώτο, θα θέλαμε κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι
για την λογική μας είναι συζητήσιμο αν έχει νόημα μια συζήτηση για το τι θα
μπορούσε να γίνει αν το ΚΚΕ (και όχι μόνο το ΚΚΕ) ακολουθούσε μια άλλη πολιτική
κ.λπ. Αλλά ας το δούμε λίγο περισσότερο. Αυτό που συμβαίνει με τέτοιου είδους
προσεγγίσεις είναι ότι εμπεριέχουν στοιχεία αφαίρεσης. Παίρνουν λ.χ. από τη μια
το πραγματικό γεγονός της έξαρσης της αγωνιστικότητας, μαζικότητας των πρόσφατων
κινητοποιήσεων και τις εν γένει δυνατότητες που αυτές ανέδειξαν. Από την άλλη
μεριά παίρνουν το τι θα μπορούσε να έχει διαμορφωθεί αν το ΚΚΕ (και θα λέγαμε
συνολικά η Αριστερά) κινούνταν αλλιώς. Αν δηλαδή εφάρμοζε κατά τον τρόπο που
θεωρούν σωστό την γραμμή του 15ου Συνεδρίου, της μετωπικής δράσης κ.λπ. Τα
συνθέτουν αυτά και συμπεραίνουν ότι στις εκλογές θα μπορούσε να γίνει αυτό, να
προωθηθεί εκείνο κ.λπ. «Προσπερνάν» έτσι το πραγματικό γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν
έδρασε έτσι, αλλά αλλιώς. Ότι οι όροι που θα δημιουργούνταν δεν δημιουργήθηκαν.
Ότι οι προϋποθέσεις που θα οικοδομούνταν δεν οικοδομήθηκαν. Τους διαφεύγει έτσι
ότι η σύνδεση ενός πραγματικού δεδομένου με ένα υποθετικό και άρα ανύπαρκτο δεν
οδηγεί σε σύνθεση με υπαρκτή υπόσταση αλλά μάλλον παγιδεύει τη σκέψη.
Προσπερνούν ακόμη και δικές τους διαπιστώσεις, εκτιμήσεις. Γράφει λ.χ. ο Παύλος Μωραΐτης («Εργατικός Αγώνας») στις 04-07-12. «Οι αγώνες όμως δεν είχαν βάθος, οργάνωση, κλιμάκωση και επιμονή. Ουσιαστικά ήταν ξεσπάσματα, στιγμές κορύφωσης και μεγάλα διαστήματα ύφεσης». Σωστά στη συνέχεια αναφέρει ότι η ευθύνη σ’ αυτό δεν βρίσκεται στους εργαζόμενους αλλά στις πολιτικές δυνάμεις. Μόνο που αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι αγώνες είχαν αυτά τα χαρακτηριστικά. Με την σειρά τους οι της Ν.Σ. στη «δήλωση στελεχών και μελών του ΚΚΕ» (24-05-12) αναφερόμενοι στο ίδιο στην ουσία ζήτημα μιλούν για «…πλατειά κοινωνική διαμαρτυρία των εργαζομένων έστω και αν δεν ήταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν το Ευρώ, να έρθουν σε πλήρη ρήξη με την ΕΕ και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα». Αλήθεια πόσο βάρος δίνουν σ’ αυτή την δική τους διαπίστωση; Και σε ποιο έδαφος νομίζουν ότι πάτησαν οι πιέσεις και οι εκβιασμοί του συστήματος;
Ναι, αν το ΚΚΕ -για να κάνουμε κι εμείς την δική μας υπόθεση- ο ΣΥΝ και συνολικά η Αριστερά κινούνταν τα τελευταία 10-20 χρόνια (για να μην πάμε παραπίσω) με διαφορετικό τρόπο. Αν αντιμετώπιζαν την πραγματικότητα του συστήματος όπως πραγματικά είναι και όχι όπως την φαντάζονταν. Αν αντιμετώπιζαν πραγματικά την επίθεση του συστήματος (που δεν είναι σημερινή αλλά ήδη μετράει πάνω από τρεις δεκαετίες). Αν έκαναν κεντρική υπόθεση της πολιτικής τους την Αντίσταση, την πάλη, την συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων. Αν λοιπόν συνέβαιναν όλα αυτά και άλλα παρόμοια, τότε τα ζητήματα θα έμπαιναν διαφορετικά. Πόσο διαφορετικά σ’ αυτό δεν μπορεί να απαντήσει κανείς. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι εξελίξεις θα περνούσαν από διαφορετικούς δρόμους, θα δημιουργούσαν άλλα δεδομένα, θα έθεταν άλλου είδους ζητήματα. Ότι δεν θα φτάναμε λ.χ. στις εκλογές της 6ης Μάη και της 17ης Ιούνη (τουλάχιστον με τους όρους που φτάσαμε) για να ‘χουν οποιοδήποτε νόημα οι προτάσεις που γίνονται στη βάση τέτοιων υποθέσεων.
Η ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις. Γράφεται -έχει ήδη γραφεί- στη βάση των πραγματικών δεδομένων και των συγκεκριμένων εξελίξεων που συντελέστηκαν. Με τον τρόπο και τους όρους που γράφηκε και με τον συγκεκριμένο ρόλο των συγκεκριμένων υποκειμένων και τα οποία κινήθηκαν επίσης στη βάση των συγκεκριμένων ιδεολογικών πολιτικών προδιαγραφών στη βάση των οποίων ήταν συγκροτημένα. Γι’ αυτό και το ΚΚΕ απάντησε στα ζητήματα που τέθηκαν ως ΚΚΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως ΣΥΡΙΖΑ. Η ΔΗΜΑΡ ως ΔΗΜΑΡ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΚΚΕ(μ-λ) ως ΚΚΕ(μ-λ). Γι’ αυτό και οι εκλογές δώσαν αυτό που μπορούσαν να δώσουν με βάση το σύνολο των δεδομένων.
Ναι, στις 6 του Μάη η οργή του λαού έδωσε ένα χτύπημα που αποσάθρωσε το έως τότε κυβερνόν πολιτικό σύστημα. Μια εξέλιξη που έδειξε και τις διαθέσεις αλλά και την δύναμη που εμπεριέχεται στις λαϊκές μάζες. Από την άλλη μεριά, τα αποτελέσματα της 17ης Ιούνη και τα όσα επακολούθησαν έδειξαν και τα όρια που στην δοσμένη φάση μπορούσε να φτάσει αυτό με βάση το τι είχε οικοδομηθεί στο προηγούμενο διάστημα αλλά και την ποιότητα της «Αριστεράς μας».
Η κριτική και οι όροι της
Όλα αυτά σε καμιά
περίπτωση δεν σημαίνουν ότι είναι περιττή η ανάλυση, η κριτική εξέταση των όσων
συντελέστηκαν όχι μόνο στο πρόσφατο διάστημα αλλά και τα προηγούμενα χρόνια.
Ίσα-ίσα. Μόνο που ο σκοπός της δεν είναι η καταγραφή και μόνο της ιστορίας αλλά
πρώτα και πάνω απ’ όλα η συναγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων. Των διδαγμάτων
που μπορούμε να αντλήσουμε ώστε να προσδιορίσουμε όσο γίνεται καλύτερα τα
καθήκοντα του σήμερα και του αύριο. Θα λέγαμε μάλιστα ότι οι πρόσφατες εξελίξεις
προσφέρονται για πολλά και πολύτιμα διδάγματα. Το θέμα είναι αν, ποιους και τι
είδους αποδέκτες θα βρουν. Όσο τουλάχιστον μας αφορά, θεωρούμε πως δεν μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από το σημείο που βρισκόμαστε και τα «νερά» που κινούμαστε αν δεν κάνουμε χτήμα μας και οδηγό ορισμένα βασικά πράγματα.
Αν δεν ξεκαθαρίσουμε σε τι είδους κόσμο ζούμε, ποια τα χαρακτηριστικά αυτού του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού κόσμου, πώς προσδιοριζόμαστε απέναντί του.
Αν δεν δούμε πως αυτά που βιώνουμε είναι εκφράσεις της μεγάλης αναμέτρησης ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος από τη μια και τους λαούς από την άλλη, αυτής που θα κρίνει την μορφή του κόσμου για όλη την επόμενη ιστορική περίοδο. Αν δεν αποβάλλουμε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες για εύκολες, γρήγορες και ανώδυνες λύσεις.
Πάνω απ’ όλα αν δεν προσανατολιστούμε σταθερά, πεισματάρικα και αποφασιστικά στην κατεύθυνση της ολόπλευρης συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων και στα επίπεδα που χρειάζονται ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας τέτοιας αναμέτρησης.
Αυτά σημαίνουν ότι οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε και τη στάση μας απέναντι στις δυνάμεις της Αριστεράς. Το αν και τι μπορούμε να περιμένουμε απ’ αυτές και πώς να τις αντιμετωπίσουμε.
Το ότι κινήθηκαν (και κινούνται) με τον τρόπο που κινήθηκαν δεν αποτελεί έκφραση λαθεμένων εκτιμήσεων και επιλογών, ολιγωρίας ή έστω ανεπάρκειας των ηγεσιών τους. Είναι η καθαυτή έκφραση των ιδεολογικών και πολιτικών απόψεων στη βάση των οποίων έχουν διαμορφωθεί και κινούνται. Ενός ολάκερου «κόσμου» ιδεών και αντιλήψεων που έχει διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες και που οδηγεί στην μορφοποίηση συγκεκριμένων κάθε φορά πολιτικών γραμμών που ακόμη και όταν «αλλάζουν» παραμένουν ίδιες.
Εντός εκτός και επί τα αυτά
Με αυτούς τους όρους
δεν έχει να απαντήσει σε τίποτε η πρόταση λ.χ. της «δήλωσης στελεχών» (Ν.Σ.) για
αλλαγή πολιτικής. «Μπροστά στις εκλογές της 17ης Ιούνη το κύριο καθήκον που
τίθεται στην ηγεσία είναι έστω την ύστατη στιγμή να τροποποιήσει την γραμμή του
κόμματος». Δηλαδή; Σε τι είδους αλλαγή πολιτικής αναφέρονται. Αν καταλαβαίνουμε
καλά και λαβαίνοντας υπόψη και άλλα στοιχεία των τοποθετήσεών τους, να
συμπορευτεί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Κάπως διαφοροποιημένη, αλλά στην ίδια πάνω κάτω λογική και η πρόταση που κάνουν παίρνοντας αφορμή την συνέντευξη του Α. Τσίπρα στο Mega. Στην συνέντευξη αυτή ο Τσίπρας και για να στηρίξει την άποψή του επικαλέστηκε παλιότερη θέση του ΚΚΕ για την δυνατότητα δημιουργίας Αριστερής κυβέρνησης. Οι της «Νέας Σποράς» θεωρούν ότι η ηγεσία του ΚΚΕ θα μπορούσε να το εκμεταλλευθεί αυτό για να αντιπροτείνει στον ΣΥΡΙΖΑ συνεργασία στη βάση των θέσεών της. «Όμως η ηγεσία του κόμματος δεν το τόλμησε. Και δεν το τόλμησε γιατί … δεν πιστεύει και η ίδια στο πρόγραμμα του κόμματος». Γιατί και προς τι αλήθεια μια τέτοια πρόταση; Για να ξεφύγει η ηγεσία του ΚΚΕ από μια δύσκολη θέση στην οποία μόνη της οδηγήθηκε;
Για να «στριμώξει» τον ΣΥΡΙΖΑ με έναν τακτικά «ευφυή» ελιγμό;
Ή μήπως για να βρεθεί πραγματικά κοινός τόπος συμφωνίας και συμπόρευσης;
Αλλά πώς θα μπορούσε να υλοποιηθεί και τι αποτελέσματα να δώσει μια συμφωνία που κανένα από τα δύο μέρη δεν την ήθελε και έκανε ό,τι μπορούσε για να την αποφύγει; Ή φαντάζεται κανείς πως μιας τέτοιας ποιότητας συμφωνία -ας την υποθέσουμε- θα άλλαζε τους όρους και τα πραγματικά δεδομένα όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί σε μια πορεία δεκαετιών; Και τι νομίζουν ότι θα συνέβαινε αν η ηγεσία του ΚΚΕ -ας το υποθέσουμε και αυτό- επιχειρούσε έναν τέτοιο ελιγμό; Τι άλλο από ένα γαϊτανάκι δηλώσεων και αντιδηλώσεων, ελιγμών και ανθελιγμών καθώς το ζητούμενο για την κάθε πλευρά δεν θα ‘ταν η συμφωνία αλλά η αποφυγή της με το μικρότερο δυνατό κόστος για την κάθε μια;
Γενικότερα και από το σύνολο των απόψεων που διατυπώνουν οι της Ν.Σ. φαίνεται να κινούνται στην λογική των «μεταβατικών προγραμμάτων» και αντίστοιχα της επιδίωξης κυβερνητικών λύσεων που θα τα υλοποιήσουν. Μια λογική που θεωρεί ότι μέσα στο υπάρχον σύστημα -και στην ουσία με τους όρους του- μπορούν να πραγματοποιηθούν ουσιαστικές ανατροπές προς όφελος του λαού.
Ταυτόχρονα προσβλέπουν σε μια αλλαγή πολιτικής (ή και ηγεσίας) του ΚΚΕ και στροφής του σε μια τέτοια κατεύθυνση. Σε σχέση λοιπόν μ’ αυτά δεν έχουμε εδώ να προσθέσουμε κάτι περισσότερο από αυτά που αναφέραμε στην αρχή αυτού του κειμένου για το πώς βλέπουμε το ζήτημα των «μεταβατικών προγραμμάτων» και κυβερνήσεων και το εν γένει ζήτημα της μετάβασης.
Αξιοσημείωτες προσεγγίσεις
Σε διαφορετικά μήκη
κύματος δείχνουν -κατ’ αρχάς τουλάχιστον- να κινούνται οι εκπρόσωποι του
«Εργατικού Αγώνα». Ας δούμε πρώτα μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Γράφει ο ΠΜ
«Πραγματικά ισχυρό και πλατύ λαϊκό κίνημα χωρίς πάλη για τα άμεσα προβλήματα των
εργαζομένων που θα τραβά στη δράση ευρύτατα τμήματα των εργαζομένων και εκεί
πάνω να χτιστεί κίνημα ανατροπής δεν υπάρχει». Προσθέτει από τη μεριά του ο ΔΔ
«Μόνο ένα μεγάλο ενιαίο μέτωπο των εργαζομένων στη βάση της ισοτιμίας και της
κοινής δράσης μέσα στο μαζικό κίνημα και στην πορεία στο πολιτικό επίπεδο που θα
συμπεριλάβει πολιτικά κόμματα και οργανώσεις με αντιιμπεριαλιστικό
αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό μπορεί να δώσει αποτελέσματα, ελπίδα και
προοπτική». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη που διατυπώνει ο Δ. Δημητριάδης σε πρόσφατη παρέμβασή του (25-07-12). «Αν κάτι ανέδειξαν οι αγώνες αυτής της περιόδου και η αποτυχία τους να διαμορφώσουν αποτελέσματα υπέρ των εργαζομένων είναι η ανάγκη ανάπτυξης του εργατικού και λαϊκού κινήματος ενιαία σε ενιαίο μέτωπο εναντίον του κεφαλαίου, των πολιτικών του εκπροσώπων και για την ανατροπή της πολιτικής του. Οι αγώνες όπως αναπτύχθηκαν είχαν πολύ περιορισμένα όρια είχαν το στίγμα του συμβιβασμού της πλειοψηφίας των εργαζομένων με λύση τύπου ΣΥΡΙΖΑ».
Τόσο αυτές όσο και άλλες τοποθετήσεις τους βρίσκονται (ανεξάρτητα από διαφορές μας σε σημεία και διατυπώσεις) αρκετά κοντά σε θέσεις και εκτιμήσεις που εδώ και πολλά χρόνια διατυπώνονται από τη μεριά μας. Έχουμε όμως και ορισμένες επιφυλάξεις.
Δεν μας είναι πολύ καθαρό λ.χ. (με βάση πάντα όσα έχουμε υπόψη μας) το πόσο έχουν «ξοφλήσει» τους λογαριασμούς τους με λογικές «μεταβατικών στόχων» κ.λπ. σαν αυτούς στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε. Δεν μας είναι επίσης καθαρό το πώς αντιμετωπίζουν πλέον το ΚΚΕ, τι περιμένουν απ’ αυτό και συνακόλουθα πώς βλέπουν να πορεύεται το κίνημα απ’ εδώ και πέρα. Τι σημαίνει λ.χ. η αναφορά του ΔΔ «…αντί να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση που να ολοκληρωθεί με ένα Συνέδριο…». Είναι ένα απλό ρητορικό σχήμα ή υποδηλώνει προσδοκίες; Όλα αυτά πιθανά να σχετίζονται με το ότι δεν έχει εκτεθεί όλο το φάσμα των απόψεών τους, μια και μόλις πρόσφατα εμφανίστηκαν στο προσκήνιο. Αλλά ακόμη και σ’ αυτό υπάρχει ένα θέμα. Όπως οι ίδιοι γράφουν «Μετά το 15ο Συνέδριο άρχισαν οι αποκλεισμοί και οι προωθήσεις ημετέρων … έτσι φτάσαμε στο οργανωτικό τερατούργημα που πνίγει όλο το κόμμα». Κατά την δική τους άποψη «η απώλεια των λενινιστικών χαρακτηριστικών του κόμματος» έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια. (Για μας βέβαια αυτό έχει συντελεστεί εδώ και δεκαετίες, αλλά αυτό ανήκει σε μια άλλη συζήτηση).
Αν λοιπόν αυτό συντελούνταν εδώ και καιρό αυτοί γιατί σιωπούσαν; Τι περίμεναν και από ποιον; Να διευκρινίσουμε εδώ ότι αυτό το ζήτημα δεν το θέτουμε διεκδικώντας κάποια «δικαίωση», μιας και εμείς «τα λέγαμε» εδώ και καιρό. Έχουμε εδώ και χρόνια γευτεί αρκετές τέτοιες πικρές δικαιώσεις για να μπορούν να μας παρηγορούν κάτι τέτοια. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η πολιτική βάση αυτής της «καθυστέρησης» και μάλιστα σε αναφορά όχι με το παρελθόν αλλά το παρόν και το μέλλον. Κοντολογίς αυτά που σωστά κριτικάρουν πως νομίζουν ότι μπορεί να αλλάξουν και με ποιον τρόπο, από ποιους δρόμους μπορούμε και οφείλουμε να πορευτούμε. Έχουμε επίγνωση ότι πιθανά να είμαστε υπερβολικοί στις επιφυλάξεις μας και ίσως αυτό να αδικεί μια προσπάθεια που στο κάτω-κάτω μόλις ξεκινάει. Θα σταματήσουμε λοιπόν εδώ, μια και έτσι ή αλλιώς πολλά ζητήματα θα ξεκαθαριστούν σε μια πορεία. Θα αρκεστούμε κλείνοντας σε ορισμένες βασικές επισημάνσεις.
Είναι ζήτημα πάλης
Όπως ήδη έχει αναφερθεί
κινούμαστε στο έδαφος μιας μεγάλης, σκληρής και ανελέητης αναμέτρησης. Μιας
αναμέτρησης που υπάρχει, εξελίσσεται και διαμορφώνει πραγματικότητες, είτε
«αναγνωρίζουμε» την ύπαρξή της είτε όχι. Η ανταπόκριση στις απαιτήσεις μιας τέτοιας αναμέτρησης προϋποθέτει την ενεργοποίηση, ανάπτυξη των τεράστιων δυνάμεων που ενυπάρχουν στο «σώμα»της εργατικής τάξης και συνολικά των λαϊκών μαζών, την ολόπλευρη συγκρότησή τους στο ανώτερο δυνατό επίπεδο.
Είναι μια διαδικασία πάλης. Μια διαδικασία που θα αναπτύσσεται πρώτα και κύρια και θα διαμορφώνει τα θεμελιακά της δεδομένα στο πεδίο της πάλης ενάντια στις δυνάμεις του συστήματος.
Ταυτόχρονα οφείλεται να είναι καθαρό ότι ο προσανατολισμός σε μια τέτοια κατεύθυνση δεν μπορεί να πάρει συγκεκριμένη «υλική» πολιτική μορφή και υπόσταση χωρίς την ανατροπή απόψεων και αντιλήψεων που εδώ και δεκαετίες δυναστεύουν το κίνημα, το στρέφουν σε λαθεμένες και αδιέξοδες κατευθύνσεις, το εξουδετερώνουν. Είναι και αυτό μια υπόθεση πάλης. Μιας πάλης που ούτε μπορούμε, ούτε δικαιούμαστε να την «αποφύγουμε». Αντίθετα, οφείλουμε να την αναπτύξουμε επίμονα, αποφασιστικά και αδιαπραγμάτευτα σε όλα τα πεδία. Το θεωρητικό, ιδεολογικό, πολιτικό, πρακτικό. Διαφορετικά θα συνεχίσουμε να ανακυκλωνόμαστε στα ίδια αδιέξοδα.
http://antigeitonies.blogspot.gr/2012/08/blog-post_1764.html
Απαράδεκτα μεγάλο κείμενο με αναμάσημα κάθε καρυδιάς κριτική σε ένα άκρως οπορτουνιστικό μοντέλο κριτικής επί παντός του ΚΚΕ. Από μεγαλοστομίες μέχρι κατινίστικες απόψεις, όλα μέσα! Αποτελεί ερωτηματικό γιατί γράφτηκε. Επαναλήψεις και επαναλήψεις άνευ ουσίας. Αντικκε γραμμή που προκαλεί μάλλον ειρωνεία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν ήθελε να αποδείξει ότι το ΚΚΕ εδώ και δεκαετίες έπαψε να είναι μαρξιστικό - λενινιστικό μάλλον φάνηκε σαν μικρός σαλτιμπάγκος καθηγητής που από καθέδρας διδάσκει αντικκε κείμενα και το τέλος ένα μηδέν η τελική τοποθέτηση. Τι προτείνει δηλαδή εκτός από καθέδρας μάθημα αόριστης οργάνωσης και γενικού αγώνα; Και όλα αυτά με ένα μόνο κλειδί, το 4,5% ου ΚΚΕ! Με αυτό όμως δεν νομιμοποιείς τα πάντα γιατί το επόμενο βήμα έρχεται και πάλι το ΚΚΕ θα βρεθεί μπροστά σου και τότε νέες κριτικές για την «αποτυχημένη πολιτική του» θα χρειαστούν αφού στο μεταξύ οι άλλοι δεν έχουν κάνει απολύτως τίποτα από αυτά που κατηγορούν το ΚΚΕ, και η εργατική τάξη θα είναι και πάλι «ορφανή» από την σοφή πολιτική τους, αφημένη στα χέρια του ΚΚΕ!
Το ΚΚΕ λάθη κάνει και λάθη έχει. Οι άλλοι μάλλον δεν έχουν. Και είναι γνωστό γιατί.
Άντε πάλι με το "ερωτηματικό γιατί γράφτηκε", μη τολμήσει κανείς να πει κάτι για το Κόμμα, είναι ύποπτος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚριτική, αντίθεση, ακόμη και πολεμική, σε ένα κείμενο σαφώς και μπορεί να υπάρξει αλλά καλό θα ήταν αυτή η κριτική να ξεπερνάει τα όρια του "κατινισμού" στυλ "Από μεγαλοστομίες μέχρι κατινίστικες απόψεις, όλα μέσα!" και να μας πει ακριβώς που τα εντοπίζει αυτά. Που είναι η διαφωνία.
"Απαράδεκτα μεγάλο κείμενο", "σαλτιμπάγκος καθηγητής", " οι άλλοι δεν έχουν κάνει απολύτως τίποτα" και επί της ουσίας τίποτα.
Μεγαλοστομίες - μικρότητες λοιπόν αντί για απάντηση που μόνο πολιτική αδυναμία υποκρύπτουν.