του Πάνου Γκαργκάνα |
Ποιά μπορεί να είναι η απάντηση στην κρίση που συγκλονίζει την Ευρωζώνη; Ο Πάνος Γκαργκάνας αντιμετωπίζει αυτό το κρίσιμο ερώτημα της περιόδου.
Ο συνδυασμός των εκλογών στην Ελλάδα με την επιδείνωση της κρίσης στην Ισπανία έφερε το ζήτημα του Ευρώ στο προσκήνιο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Το δίλημμα «Ευρώ ή Δραχμή» έγινε το λάβαρο της προεκλογικής εκστρατείας του Σαμαρά και πίσω του ολόκληρης της...
άρχουσας τάξης στην Ελλάδα και όχι μόνο. Προτροπές προς τους έλληνες «να ψηφίσουν σωστά», δηλαδή υπέρ του Ευρώ, είχαμε από τις κυβερνήσεις της ΕΕ αλλά και από τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Στα διεθνή Χρηματιστήρια τα στοιχήματα των «επενδυτών» έδεναν την τύχη του Ευρώ με το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών.
Αλλά αμέσως μετά τη «νίκη του Ευρώ» στις ελληνικές εκλογές, οι οίκοι αξιολόγησης υποβάθμισαν τις ισπανικές τράπεζες φέρνοντας δραματικά στην επιφάνεια την οικονομική διάσταση των εξελίξεων. Το Ευρώ απειλείται ταυτόχρονα από μια πολιτική και μια οικονομική κρίση. Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα κλυδωνίζεται και οι αγορές αμφιβάλλουν για την ικανότητα των θεσμών του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος να εξασφαλίσουν τη διάσωσή του. Ταυτόχρονα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βλέπουν τη θέση τους να κλονίζεται πολιτικά από την αντίσταση κατά της ατέρμονης λιτότητας.
Όλα αυτά έχουν οδηγήσει τους πιο πολλούς σχολιαστές να μιλούν για «κρίση της ευρωζώνης». Πέντε χρόνια μετά από το καλοκαίρι του 2007 όταν ξέσπασε η «κρίση των “subprime” και όλοι μιλούσαν για κρίση του αμερικάνικου τραπεζικού συστήματος, μοιάζει σαν η κρίση να διέσχισε τον Ατλαντικό και να εγκαταστάθηκε στην άλλη όχθη του. Και τρία σχεδόν χρόνια μετά το φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκινούσε η «ελληνική τραγωδία» που εξελίχθηκε σε «κρίση της προβληματικής ευρωπαϊκής περιφέρειας» και των “PIGS”, η κρίση εγκαθίσταται στην καρδιά της ζώνης του Ευρώ.
Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτές τις εξελίξεις; Και ποια πρέπει να είναι η αντιμετώπιση της Αριστεράς; Υπάρχουν περιθώρια για μια στρατηγική μεταρρύθμισης ολόκληρης της Ευρωζώνης που θα απαλλάξει χώρες σαν την Ελλάδα από το μαρτύριο των Μνημόνιων; Και αν όχι, ποια μπορεί να είναι μια εναλλακτική στρατηγική;
Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα είναι αναγκαίο να πάρουμε ως αφετηρία τον πραγματικό χαρακτήρα της κρίσης που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Αλλά δεν πρόκειται μόνο για την Ελλάδα των Μνημόνιων. Η Ισπανία που έκανε πολιτική «προληπτικής λιτότητας» για να μην αναγκαστεί να προσφύγει στους μνημονιακούς μηχανισμούς απέτυχε επίσης. Σύμφωνα με μια μελέτη της Royal Bank of Scotland, η Ισπανία χρειάζεται μέχρι 180 δις ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, συν 155 δις για χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους της, συν 120 δις για τα ελλείμματα μέχρι το 2014 (αναφέρεται από τον Άλεξ Καλλίνικος στο εισαγωγικό άρθρο του τελευταίου τεύχους του περιοδικού International Socialism Journal). Σύνολο περίπου 450 δις ευρώ τα οποία δεν μπορεί να αντλήσει από τις χρηματαγορές οι οποίες ζητούν επιτόκια απαγορευτικά. Γι’ αυτό η υπόσχεση του Eurogroup ότι θα διαθέσει 100 δις για την Ισπανία αποδείχθηκε ανεπαρκής για να καθησυχάσει τις αγορές. Τώρα πλέον η ανησυχία έχει μεταφερθεί σε επίπεδο Ευρωζώνης με το ερώτημα αν είναι σε θέση να βρει 450 δις για την Ισπανία, και τι θα σημάνει αυτό για τις ανάγκες χρηματοδότησης της Ιταλίας άμεσα. Τα ιταλικά επιτόκια ακολουθούν τα ισπανικά με μικρή απόσταση και αν φτάσουν και αυτά σε απαγορευτικά επίπεδα η κρίση θα πάρει δραματικές διαστάσεις.
Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στα τέλη Ιούνη έχει δεθεί κόμπος προσπαθώντας να βρει απάντηση σε αυτά τα ζητήματα. Η τετραμερής συνάντηση Μέρκελ-Ολάντ-Μόντι-Ραχόι στη Ρώμη λίγες μέρες πριν από τη Σύνοδο δεν κατάφερε να βρει συμφωνία για τον τρόπο και τους όρους χρηματοδότησης τραπεζών και κρατών που αδυνατούν να βρουν τα αναγκαία κεφάλαια στις αγορές.
Εδώ εμφανίζεται ένα παράδοξο. Την ίδια στιγμή που η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει δυσκολίες να χρηματοδοτήσει αυτές τις μαύρες τρύπες, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις όχι μόνο της Ευρώπης αλλά παγκόσμια κάθονται πάνω σε βουνά από αποθεματικά.
Σύμφωνα με τους Financial Times τον Μάρτη που πέρασε «τέσσερα χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, οι επιχειρήσεις διεθνώς είναι γεμάτες ρευστό: 1,7 τρις δολάρια σε επιχειρήσεις των ΗΠΑ, 2 τρις ευρώ στην ευρωζώνη και 750 δις λίρες στο Ηνωμένο Βασίλειο».
Οι μεγάλες πολυεθνικές έχουν τεράστια συσσωρευμένα κέρδη, αλλά δεν προχωρούν σε επενδύσεις που θα έφερναν οικονομική ανάπτυξη και θα μείωναν τα βάρη του χρέους σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Οι τράπεζες στις οποίες είναι κατατεθειμένα αυτά τα αποθεματικά των πολυεθνικών δεν προχωρούν σε δανεισμό ούτε των κρατών ούτε των άλλων τραπεζών που έχουν ανάγκη αναχρηματοδότησης. Προτιμούν μια διαδικασία “deleveraging”, δηλαδή απεμπλοκής τους από προηγούμενους δανεισμούς που είχαν οδηγήσει το λόγο δανείων προς ίδια κεφάλαια σε αστρονομικά επίπεδα, επικίνδυνα για την ίδια την επιβίωσή τους.
Η απόφαση κάθε συγκεκριμένης επιχείρησης στον καπιταλισμό να προχωρήσει σε μια νέα επένδυση δεν γίνεται με κριτήριο το απόλυτο ύψος των κερδών που προσδοκά αλλά με κριτήριο την σχετική απόδοση των κεφαλαίων που θα επενδύσει, δηλαδή το ποσοστό κέρδους. Αυτό δεν είναι υποκειμενικό «βίτσιο» του κάθε καπιταλιστή, είναι δομικό στοιχείο του συστήματος που επιβάλλεται μέσα από τον ανταγωνισμό: αν ένα κεφάλαιο επενδυθεί με απόδοση μικρότερη από τους ανταγωνιστές του, αργά ή γρήγορα θα το καταπιούν.
Εξίσου δομικό χαρακτηριστικό, όμως, είναι και η πτωτική τάση που πιέζει προς τα κάτω αυτό το καθοριστικό κριτήριο των επενδύσεων. Όσο πιο προχωρημένος είναι ο καπιταλισμός, όσο πιο μεγάλες και τεχνολογικά προχωρημένες γίνονται οι επιχειρήσεις, τόσο πιο μεγάλα γίνονται τα κεφάλαια που απαιτούνται για την εξασφάλιση του κέρδους και αυτό συμπιέζει τη μέση απόδοσή τους. Το ίδιο το σύστημα εξασθενίζει το βασικό ελατήριο που κινεί την οικονομία.
Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν κάνει τον καπιταλισμό ένα σύστημα που έχει ενδογενή ροπή προς τις κρίσεις και αυτό έχει φανεί ξανά και ξανά στην ιστορία. Και η σημερινή παγκόσμια κρίση έχει τη ρίζα της στα μειωμένα ποσοστά κέρδους που δεν ικανοποιούν τις προσδοκίες των «επενδυτών» με αποτέλεσμα να κάθονται πάνω στα κέρδη τους δημιουργώντας ασφυξία στην οικονομία.
Ένα στοιχείο που είναι ξεχωριστό στη σημερινή κρίση είναι το γεγονός ότι ήρθε μετά από μια ολόκληρη σειρά από προηγούμενες κρίσεις που ξεπεράστηκαν μόνο μερικά μέσα από αντισταθμιστικούς παράγοντες.
Είναι κοινός τόπος ότι η σημερινή κρίση του καπιταλισμού είναι η μεγαλύτερη από τη δεκαετία του 1930. Τότε η κρίση ξεπεράστηκε με δραματικό αλλά ριζικό τρόπο μέσα από τις καταστροφές κεφαλαίων που επέφερε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η κερδοφορία αποκαταστάθηκε και τα μεταπολεμικά χρόνια ήταν περίοδος οικονομικής ανάπτυξης.
Η χρονική διάρκεια εκείνης της ανοδικής φάσης επεκτάθηκε μέσα από διάφορους παράγοντες, ο κυριότερος από τους οποίους ήταν ο ρόλος της πολεμικής βιομηχανίας των ΗΠΑ. Τα συσσωρευμένα κέρδη εκείνης της εποχής είχαν την τάση να συμπιέζουν το ποσοστό κέρδους με βραδύτερους ρυθμούς γιατί ένα μεγάλο μέρος τους διοχετευόταν στην παραγωγή μέσων καταστροφής αντί για μέσα παραγωγής ή κατανάλωσης. Ένα μέρος του κεφάλαιου «καταστρεφόταν» με αυτόν τον τρόπο ανακουφίζοντας την πίεση πάνω στα υπόλοιπα.
Ωστόσο αυτό δεν μπορούσε να είναι μόνιμη λύση, ιδιαίτερα καθώς οι ΗΠΑ σήκωναν τα βάρη αυτού του μηχανισμού ανακούφισης, ενώ οι ανταγωνιστές τους σε Ευρώπη και Ασία έδρεπαν τα οφέλη. Οι κρίσεις επέστρεψαν τη δεκαετία του 1970, σε μια στιγμή που οι δαπάνες του αποτυχημένου πολέμου στο Βιετνάμ είχαν εκτροχιάσει αυτόν τον μηχανισμό στις ΗΠΑ.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν από τότε, οι κρίσεις έγιναν επαναλαμβανόμενο φαινόμενο: 1973-4, 1980-81, 1987, 1991, 1998, 2001-02, 2007. Αλλά καμιά από αυτές δεν πήρε τις διαστάσεις της σημερινής. Υπήρξαν παρεμβάσεις που επέτρεψαν μερική διέξοδο για ορισμένα διαστήματα.
Ένας παράγοντας ήταν η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης μέσα από τις επιθέσεις του νεοφιλελευθερισμού (θατσερισμού ή μονεταρισμού, όπως λεγόταν αρχικά). Ένας δεύτερος ήταν ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα που γιγαντώθηκε, διεθνοποιήθηκε και δημιούργησε τις φούσκες που μας έφεραν μέχρι το 2007. Μπορεί ο Πολ Φόλκερ παλιότερα (κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ στα χρόνια του Ρίγκαν) ή ο Γκρίνσπαν πιο πρόσφατα να μην έδωσαν το όνομά τους σε κάποιον -ισμό, αλλά αποτέλεσαν κεντρικές φιγούρες για τις μερικές ανακάμψεις που συνδυάστηκαν με τις κρίσεις και τις παρέτειναν μέχρι σήμερα.
Αυτή η αναδρομή στη συγκεκριμένη πορεία του καπιταλισμού μέχρι τη σημερινή κρίση έχει τη σημασία της γιατί μας βοηθάει να κατανοήσουμε τις καταπονήσεις που κουβαλάει το σύστημα μέσα από τις προηγούμενες κρίσεις και τις προσπάθειες για το παροδικό, όπως αποδεικνύεται, ξεπέρασμά τους. Είναι σαν ένα ασθενή που τον ξαναχτυπάει μια αρρώστια ύστερα από μια σειρά εγχειρήσεις και θεραπευτικές αγωγές που έχει υποστεί.
Αυτή η φιλολογία δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Η κρίση χρέους δεν χτύπησε την ελληνική
οικονομία για πρώτη φορά το 2009, αλλά σχεδόν τριάντα χρόνια πριν. Και δεν δημιουργήθηκε από «υπερβολικές παροχές που έκανε το ΠΑΣΟΚ με δανεικά», αλλά από την κρατικοποίηση των ζημιών των τραπεζών και των «προβληματικών» επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα εκείνης της εποχής.
Η αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού επί του ΑΕΠ και η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού με υπέρογκα ποσά για τόκους έγινε μετά από το σκάσιμο μιας προηγούμενης φούσκας που χαρακτήρισε το διεθνή καπιταλισμό εκείνη την εποχή, της φούσκας των πετροδολαρίων και των ευρωδολαρίων.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις εμπειρίες της δεκαετίας του 1930, τα τραπεζικά συστήματα των επιμέρους καπιταλισμών βρέθηκαν κάτω από αυστηρότερη κρατική εποπτεία. Η Κεντρική Τράπεζα κάθε χώρας μπορούσε να επιβάλει ελέγχους με στόχο να αποτρέπονται ξαφνικές χρεοκοπίες όπως έγινε στο μεσοπόλεμο.
Οι πρώτες τράπεζες που μπόρεσαν να ξεφύγουν από εκείνο το καθεστώς ήταν οι αμερικάνικες που είχαν θυγατρικές στην Ευρώπη. Όταν το αμερικάνικο εμπορικό ισοζύγιο άρχισε να γίνεται ελλειμματικό, αυτές οι τράπεζες βρέθηκαν με καταθέσεις σε δολάρια που προέρχονταν από τις εξαγωγές ευρωπαϊκών πολυεθνικών προς τις ΗΠΑ. Ήταν η αρχή της τραπεζικής αγοράς στα λεγόμενα «ευρωδολάρια», μιας αγοράς απελευθερωμένης από τους κρατικούς ελέγχους αφού η αμερικάνικη νομοθεσία δεν ίσχυε στην Ευρώπη και οι νομοθεσίες των ευρωπαϊκών κρατών αφορούσαν τα δικά τους νομίσματα και όχι τα «ξενητεμένα» δολάρια. Το 1969 αυτή η αγορά είχε μέγεθος 12,1 δις δολαρίων. Το 1978 είχε φτάσει στα 900 δις (βλέπε σχετικά το άρθρο της Μαρίας Στύλλου με τίτλο «Η κρίση των τραπεζών και η Λατινική Αμερική» στο συλλογικό «Ο Ελληνικός Καπιταλισμός, η Παγκόσμια Οικονομία και η Κρίση», εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 83-86).
Μια μεγάλη ώθηση δόθηκε από τα λεγόμενα «πετροδολάρια». Τα έσοδα των αραβικών καθεστώτων μετά την εκτίναξη της τιμής του πετρέλαιου στα μέσα της δεκαετίας του 1970 (εκείνη η κρίση είχε ονομαστεί και πετρελαϊκή), μετατράπηκαν σε καταθέσεις που διόγκωσαν τη διεθνοποιημένη και ανεξέλεγκτη τραπεζική αγορά.
Μέσα σε εκείνες τις συνθήκες η Μέση Ανατολή έμοιαζε με ένα νέο Ελντοράντο όπου πολλές επιχειρήσεις ονειρεύονταν να επεκταθούν με τη βοήθεια εύκολου δανεισμού από αυτή την αγορά. Οι έλληνες καπιταλιστές δεν μπορούσαν να λείπουν από αυτό το πάρτι.
Όμως όταν η φούσκα έσκασε, τα όνειρα μετατράπηκαν σε εφιάλτες. Όταν ο Πολ Φόλκερ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 άρχισε να ανεβάζει τα αμερικάνικα επιτόκια και να οδηγεί το δολάριο στα ύψη, όποιος χρωστούσε σε δολάρια βρέθηκε σε παγίδα. Τα πραγματικά επιτόκια ανέβηκαν από τα επίπεδα του 1% το 1979 στα ύψη του 9% το 1985. Οι ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις που είχαν ξανοιχτεί έγιναν προβληματικές και η διάσωσή τους από το κράτος προκάλεσε τη αρχική κρίση χρέους που ακόμα πληρώνουμε.
Οι τόκοι που πλήρωνε ο ελληνικός προϋπολογισμός σκαρφάλωσαν από τα 163,6 δις δραχμές το 1984 στα 548,8 δις το 1988, στα 1.163,1 δις το 1990, στα 2.122,3 δις το 1993 πριν σταθεροποιηθούν στο ύψος των 3.010-3.280 δις το χρόνο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και στο αντίστοιχο των 9 δις ευρώ το χρόνο περίπου για τα χρόνια 2000-2007.
Υπολογίζεται, με βάση τα στοιχεία των επίσημων προϋπολογισμών που έχουν κατατεθεί στη Βουλή ότι το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε 622 δις ευρώ για τα τοκοχρεολύσια από το 1985 μέχρι το 2009. Ποσό πολλαπλάσιο του μέσου ΑΕΠ αυτής της 25ετίας, αλλά που δεν στάθηκε ικανό να κατεβάσει το χρέος κάτω από το 100% του ΑΕΠ πριν έρθει η νέα κρίση. Άμα μιλάμε για καταπόνηση εννοούμε βαριά καταπόνηση.
Το πέρασμα από τη δραχμή στο ευρώ ήταν ένας από τους παράγοντες που βοήθησε τον ελληνικό καπιταλισμό να σταθεροποιήσει την κατάστασή του στα δέκα τελευταία χρόνια αυτής της 25ετίας. Ο άλλος καθοριστικός παράγοντας ήταν η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργασίας που εξασφάλισαν οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, κατά κύριο λόγο του Σημίτη και του Αλογοσκούφη από το 1996 μέχρι το 2007. Αλλά ο ρόλος του Ευρώ ήταν σημαντικός και γι’ αυτό η παραμονή στο Ευρώ ήταν και παραμένει στρατηγική επιλογή για την άρχουσα τάξη στην Ελλάδα.
Για δεκαετίες, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους ήταν εκφρασμένο σε δολάρια και κάθε διολίσθηση της δραχμής μπορεί να διευκόλυνε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων αλλά επιβάρυνε την εξυπηρέτηση του χρέους. Η πορεία προς το Ευρώ και η ένταξη σε αυτό συνδυάστηκε με αναδιάρθρωση του χρέους με αναχρηματοδότηση σε ευρώ και αυτό έδωσε ανάσες στον ελληνικό καπιταλισμό. Η εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2001 κοκορευόταν ότι το υπουργείο Οικονομικών είχε την ευκαιρία «να χρησιμοποιήσει το νέο δανεισμό ως σημαντικό εργαλείο για την αναδιάρθρωση του υφιστάμενου χρέους» (σελ 18).
Βέβαια, αυτά τα περιθώρια αξιοποιήθηκαν ταξικά από την άρχουσα τάξη. Οι τόκοι που σταθεροποιήθηκαν σε απόλυτα νούμερα στα χρόνια 1995-2007, αντιπροσώπευαν ένα μειούμενο ποσοστό στο σύνολο του προϋπολογισμού. Αλλά αυτές οι ανάσες δεν πήγαν προς βελτίωση των κοινωνικών δαπανών, αντίθετα κατευθύνθηκαν σε φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο. Οι συντελεστές φορολόγησης των κερδών και των υψηλών εισοδημάτων έπεφταν όλα αυτά τα χρόνια απορροφώντας τα οφέλη από τη σταθεροποίηση των δαπανών για τόκους. Όσοι αρέσκονται να εμφανίζουν το Ευρώ σαν σωσίβιο για την ελληνική οικονομία, φροντίζουν να κρύβουν αυτή την ταξική λειτουργία του: ήταν σωσίβιο για τους τραπεζίτες, τους εφοπλιστές και τους βιομήχανους. Αυτοί έκαναν πάρτι όσο κρατούσε η δεύτερη φούσκα του φτηνού δανεισμού μέχρι το 2007. Αλλά τώρα βρισκόμαστε στη μέση της κρίσης καθώς η νέα φούσκα έσκασε και βρήκε τον ελληνικό καπιταλισμό φορτωμένο ακόμη με τα βάρη της προηγούμενης.
Οι ελπίδες της άρχουσας τάξης είναι συγκεντρωμένες στην προοπτική να ξαναμπαλωθεί το σωσίβιο που λέγεται Ευρώ. Η θέση για παραμονή στο Ευρώ με κάθε θυσία εκφράζει αυτή την προσδοκία. Είναι μια προσδοκία αβάσιμη που απαιτεί θυσίες χωρίς αντίκρυσμα.
Ένας πρώτος λόγος γιατί έχουμε αυτή την εκτίμηση είναι το γεγονός ότι η κρίση χρέους δεν μπορεί να ξεπεραστεί ούτε η ανάπτυξη να επιστρέψει ακόμη και αν γινόταν ένα «θαύμα» και αύριο ξαφνικά όλοι οι θεσμοί της Ευρωζώνης είχαν μεταρρυθμιστεί και αποκτούσαν τις δικαιοδοσίες της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης και της Κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ. Ο Ομπάμα και ο Μπερνάνκι έχουν όλες τις εξουσίες που θα ήθελαν να αποκτήσουν η Μέρκελ και ο Ντράγκι σε μια αναβαθμισμένη Ευρωζώνη μετατρέποντας τα κράτη μέλη σε ισοδύναμα της Φλόριντα ή της Αριζόνα. Όμως αυτό δεν έχει σημάνει ότι οι ΗΠΑ έχουν βγει από την κρίση ή έστω ότι δεν ανησυχούν ότι η κρίση της Ευρωζώνης θα συμπαρασύρει την οικονομία των ΗΠΑ σε νέα επιδείνωση. Η Fed μπορεί και τυπώνει χρήμα και αγοράζει κρατικά ομόλογα, ο Πρόεδρος και το Κογκρέσο μαζί με τη Γερουσία έχουν τον πλήρη έλεγχο των προϋπολογισμών όλων των Πολιτειών αλλά η επιστροφή στην ανάπτυξη παραμένει πρόβλημα και εκεί.
Όσο «βάθεμα της Ευρώπης» και αν ξεπήδαγε ξαφνικά από μια Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλες, το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν την όξυνση του οικονομικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε ΗΠΑ, ΕΕ και Κίνα μέσα σε συνθήκες βαθιάς κρίσης της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή τη στιγμή οι ευρωπαϊκές τράπεζες χάνουν μερίδιο στην παγκόσμια πίτα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Μια ισχυρότερη ολοκλήρωση της Ευρωζώνης μπορεί να βελτίωνε τη θέση των ευρωπαϊκών τραπεζών διεθνώς, αλλά δεν θα έβαζε τέλος στα μαρτύρια των εργατών πουθενά.
Για να αρχίσουμε να πηγαίνουμε προς μια διέξοδο για την εργατική τάξη, το βασικό βήμα θα ήταν η άρνηση πληρωμής και η διαγραφή του χρέους. Όχι μόνο γιατί οι εργάτες δεν έχουν καμιά ευθύνη για το χρέος που δημιουργήθηκε διασώζοντας τραπεζίτες και βιομήχανους από αποτυχημένες επιλογές που έκαναν. Ούτε μόνο γιατί τα 620 δις που έχουν πληρωθεί για τοκοχρεολύσια θα έπρεπε να το είχαν εξοφλήσει με το παραπάνω. Αλλά και γιατί έτσι μπορούν να αποδεσμευτούν πόροι για να σχεδιαστεί η οικονομία διαφορετικά, αποτελεσματικά σε σχέση με τις ανάγκες της πλειοψηφίας.
Προφανώς αυτό σημαίνει ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ. Αν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό, φρόντισαν να τη διαλύσουν οι ίδιοι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης και στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρωζώνη με τις υστερικές αντιδράσεις τους στην προεκλογική περίοδο. Έστω κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε κατηγορηματικά πίστη στο Ευρώ και μάλιστα υπερθεμάτιζε ότι έχει εναλλακτικό σχέδιο για τη διάσωση του Ευρώ από την καταστροφή στην οποία το οδηγούν οι θεματοφύλακες του, η αντίδρασή τους ήταν κατηγορηματική: τοποθετούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ στο «κόμμα της δραχμής».
Το πραγματικό ερώτημα που χρειάζεται απάντηση από τη μεριά της Αριστεράς είναι με ποιον τρόπο μπορούν να καμφθούν αυτές οι αντιδράσεις. Μπορεί να δουλέψει μια τακτική κατευνασμού των αντιδράσεων όπως επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι.
Κάθε βήμα προς τα πίσω, κάθε συμβιβαστική πρόταση ότι δεν θα γίνουν μονομερείς ενέργειες, ότι δεν θα υπάρξει στάση πληρωμών ούτε πρόταση διαγραφής ολόκληρου του χρέους, παρά μόνο διάλογος μέσα στα πλαίσια του Ευρώ, το μόνο που πετυχαίνει είναι να εξασθενίζει την πλευρά των εργατών χωρίς να κερδίζει καμιά υποχώρηση από το αντίπαλο στρατόπεδο. Είναι το ισοδύναμο μιας διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην εργοδοσία και το σωματείο, όπου οι συνδικαλιστές δηλώνουν προκαταβολικά ότι δεν θα φύγουν από το διάλογο ούτε θα προχωρήσουν σε απεργίες, ελπίζοντας έτσι να κερδίσουν την καλή θέληση της άλλης πλευράς. Το μόνο που πέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να βρίσκεται υπό διαρκή πίεση ακόμη και σαν αντιπολίτευση για να αποδείχνει την «υπευθυνότητά» του. Το κόστος για το κίνημα είναι προφανές. Ο πρώτος συνδικαλιστής του ΣΥΡΙΖΑ που θα τολμήσει να στηρίξει μαχητικές κινητοποιήσεις θα έχει την ίδια αποδοκιμασία που εισέπραξαν όσοι προσπάθησαν προεκλογικά να θυμίσουν ότι υπάρχουν και φωνές κατά του Ευρώ μέσα εκεί.
Είναι πολύ καλύτερα για την Αριστερά και για την εργατική τάξη να προετοιμαζόμαστε για τις συγκρούσεις που απαιτεί η απαλλαγή από τη θηλιά του χρέους και η ρήξη με την πειθαρχία της Φρανκφούρτης. Μας απειλούν με υποτίμηση, πληθωρισμό, ελλείψεις. Αλλά τίποτε από όλα αυτά δεν θα γίνει αυτόματα, σαν φυσικό φαινόμενο, αν προχωρήσουμε σε ένα πρόγραμμα διαγραφής του χρέους και ρήξης με το Ευρώ. Η εργατική τάξη έχει εργαλεία και δυνάμεις για να αντιμετωπίσει και κερδοσκόπους και μαυραγορίτες που θα επιχειρήσουν να υλοποιήσουν τέτοιες απειλές. Ο εργατικός έλεγχος είναι απαραίτητο συμπλήρωμα του προγράμματος ρήξης και πρέπει να ενθαρρύνουμε κάθε βήμα των εργατών προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι μπορούμε να χτίζουμε προοπτική νίκης και όχι περιμένοντας να φυσήξει μεταρρυθμιστικός άνεμος από τις Βρυξέλες.
http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=360:i93&Itemid=1
άρχουσας τάξης στην Ελλάδα και όχι μόνο. Προτροπές προς τους έλληνες «να ψηφίσουν σωστά», δηλαδή υπέρ του Ευρώ, είχαμε από τις κυβερνήσεις της ΕΕ αλλά και από τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Στα διεθνή Χρηματιστήρια τα στοιχήματα των «επενδυτών» έδεναν την τύχη του Ευρώ με το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών.
Αλλά αμέσως μετά τη «νίκη του Ευρώ» στις ελληνικές εκλογές, οι οίκοι αξιολόγησης υποβάθμισαν τις ισπανικές τράπεζες φέρνοντας δραματικά στην επιφάνεια την οικονομική διάσταση των εξελίξεων. Το Ευρώ απειλείται ταυτόχρονα από μια πολιτική και μια οικονομική κρίση. Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα κλυδωνίζεται και οι αγορές αμφιβάλλουν για την ικανότητα των θεσμών του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος να εξασφαλίσουν τη διάσωσή του. Ταυτόχρονα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βλέπουν τη θέση τους να κλονίζεται πολιτικά από την αντίσταση κατά της ατέρμονης λιτότητας.
Όλα αυτά έχουν οδηγήσει τους πιο πολλούς σχολιαστές να μιλούν για «κρίση της ευρωζώνης». Πέντε χρόνια μετά από το καλοκαίρι του 2007 όταν ξέσπασε η «κρίση των “subprime” και όλοι μιλούσαν για κρίση του αμερικάνικου τραπεζικού συστήματος, μοιάζει σαν η κρίση να διέσχισε τον Ατλαντικό και να εγκαταστάθηκε στην άλλη όχθη του. Και τρία σχεδόν χρόνια μετά το φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκινούσε η «ελληνική τραγωδία» που εξελίχθηκε σε «κρίση της προβληματικής ευρωπαϊκής περιφέρειας» και των “PIGS”, η κρίση εγκαθίσταται στην καρδιά της ζώνης του Ευρώ.
Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτές τις εξελίξεις; Και ποια πρέπει να είναι η αντιμετώπιση της Αριστεράς; Υπάρχουν περιθώρια για μια στρατηγική μεταρρύθμισης ολόκληρης της Ευρωζώνης που θα απαλλάξει χώρες σαν την Ελλάδα από το μαρτύριο των Μνημόνιων; Και αν όχι, ποια μπορεί να είναι μια εναλλακτική στρατηγική;
Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα είναι αναγκαίο να πάρουμε ως αφετηρία τον πραγματικό χαρακτήρα της κρίσης που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Κρίση του καπιταλισμού
Βρισκόμαστε στο σημείο όπου οι απόπειρες διαχείρισης της κρίσης έχουν αποτύχει παντού. Αυτό είναι φανερό για την περίπτωση της Ελλάδας όπου η τελευταία πρόβλεψη για την πορεία της οικονομίας (από το ΚΕΠΕ) δείχνει επιδείνωση της ύφεσης στο χειρότερο σημείο της τελευταίας πενταετίας: ύφεση πάνω από 9% το τρίτο τρίμηνο και συνολικά πάνω από 6% για το 2012.Αλλά δεν πρόκειται μόνο για την Ελλάδα των Μνημόνιων. Η Ισπανία που έκανε πολιτική «προληπτικής λιτότητας» για να μην αναγκαστεί να προσφύγει στους μνημονιακούς μηχανισμούς απέτυχε επίσης. Σύμφωνα με μια μελέτη της Royal Bank of Scotland, η Ισπανία χρειάζεται μέχρι 180 δις ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, συν 155 δις για χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους της, συν 120 δις για τα ελλείμματα μέχρι το 2014 (αναφέρεται από τον Άλεξ Καλλίνικος στο εισαγωγικό άρθρο του τελευταίου τεύχους του περιοδικού International Socialism Journal). Σύνολο περίπου 450 δις ευρώ τα οποία δεν μπορεί να αντλήσει από τις χρηματαγορές οι οποίες ζητούν επιτόκια απαγορευτικά. Γι’ αυτό η υπόσχεση του Eurogroup ότι θα διαθέσει 100 δις για την Ισπανία αποδείχθηκε ανεπαρκής για να καθησυχάσει τις αγορές. Τώρα πλέον η ανησυχία έχει μεταφερθεί σε επίπεδο Ευρωζώνης με το ερώτημα αν είναι σε θέση να βρει 450 δις για την Ισπανία, και τι θα σημάνει αυτό για τις ανάγκες χρηματοδότησης της Ιταλίας άμεσα. Τα ιταλικά επιτόκια ακολουθούν τα ισπανικά με μικρή απόσταση και αν φτάσουν και αυτά σε απαγορευτικά επίπεδα η κρίση θα πάρει δραματικές διαστάσεις.
Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στα τέλη Ιούνη έχει δεθεί κόμπος προσπαθώντας να βρει απάντηση σε αυτά τα ζητήματα. Η τετραμερής συνάντηση Μέρκελ-Ολάντ-Μόντι-Ραχόι στη Ρώμη λίγες μέρες πριν από τη Σύνοδο δεν κατάφερε να βρει συμφωνία για τον τρόπο και τους όρους χρηματοδότησης τραπεζών και κρατών που αδυνατούν να βρουν τα αναγκαία κεφάλαια στις αγορές.
Εδώ εμφανίζεται ένα παράδοξο. Την ίδια στιγμή που η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει δυσκολίες να χρηματοδοτήσει αυτές τις μαύρες τρύπες, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις όχι μόνο της Ευρώπης αλλά παγκόσμια κάθονται πάνω σε βουνά από αποθεματικά.
Σύμφωνα με τους Financial Times τον Μάρτη που πέρασε «τέσσερα χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, οι επιχειρήσεις διεθνώς είναι γεμάτες ρευστό: 1,7 τρις δολάρια σε επιχειρήσεις των ΗΠΑ, 2 τρις ευρώ στην ευρωζώνη και 750 δις λίρες στο Ηνωμένο Βασίλειο».
Οι μεγάλες πολυεθνικές έχουν τεράστια συσσωρευμένα κέρδη, αλλά δεν προχωρούν σε επενδύσεις που θα έφερναν οικονομική ανάπτυξη και θα μείωναν τα βάρη του χρέους σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Οι τράπεζες στις οποίες είναι κατατεθειμένα αυτά τα αποθεματικά των πολυεθνικών δεν προχωρούν σε δανεισμό ούτε των κρατών ούτε των άλλων τραπεζών που έχουν ανάγκη αναχρηματοδότησης. Προτιμούν μια διαδικασία “deleveraging”, δηλαδή απεμπλοκής τους από προηγούμενους δανεισμούς που είχαν οδηγήσει το λόγο δανείων προς ίδια κεφάλαια σε αστρονομικά επίπεδα, επικίνδυνα για την ίδια την επιβίωσή τους.
Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους
Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ένας κύκλος που για χρόνια έμοιαζε ανοδικός, τώρα έχει γίνει φαύλος; Εδώ πρέπει να δούμε τη σύνδεση με τα βαθύτερα προβλήματα του καπιταλισμού και την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.Η απόφαση κάθε συγκεκριμένης επιχείρησης στον καπιταλισμό να προχωρήσει σε μια νέα επένδυση δεν γίνεται με κριτήριο το απόλυτο ύψος των κερδών που προσδοκά αλλά με κριτήριο την σχετική απόδοση των κεφαλαίων που θα επενδύσει, δηλαδή το ποσοστό κέρδους. Αυτό δεν είναι υποκειμενικό «βίτσιο» του κάθε καπιταλιστή, είναι δομικό στοιχείο του συστήματος που επιβάλλεται μέσα από τον ανταγωνισμό: αν ένα κεφάλαιο επενδυθεί με απόδοση μικρότερη από τους ανταγωνιστές του, αργά ή γρήγορα θα το καταπιούν.
Εξίσου δομικό χαρακτηριστικό, όμως, είναι και η πτωτική τάση που πιέζει προς τα κάτω αυτό το καθοριστικό κριτήριο των επενδύσεων. Όσο πιο προχωρημένος είναι ο καπιταλισμός, όσο πιο μεγάλες και τεχνολογικά προχωρημένες γίνονται οι επιχειρήσεις, τόσο πιο μεγάλα γίνονται τα κεφάλαια που απαιτούνται για την εξασφάλιση του κέρδους και αυτό συμπιέζει τη μέση απόδοσή τους. Το ίδιο το σύστημα εξασθενίζει το βασικό ελατήριο που κινεί την οικονομία.
Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν κάνει τον καπιταλισμό ένα σύστημα που έχει ενδογενή ροπή προς τις κρίσεις και αυτό έχει φανεί ξανά και ξανά στην ιστορία. Και η σημερινή παγκόσμια κρίση έχει τη ρίζα της στα μειωμένα ποσοστά κέρδους που δεν ικανοποιούν τις προσδοκίες των «επενδυτών» με αποτέλεσμα να κάθονται πάνω στα κέρδη τους δημιουργώντας ασφυξία στην οικονομία.
Ένα στοιχείο που είναι ξεχωριστό στη σημερινή κρίση είναι το γεγονός ότι ήρθε μετά από μια ολόκληρη σειρά από προηγούμενες κρίσεις που ξεπεράστηκαν μόνο μερικά μέσα από αντισταθμιστικούς παράγοντες.
Είναι κοινός τόπος ότι η σημερινή κρίση του καπιταλισμού είναι η μεγαλύτερη από τη δεκαετία του 1930. Τότε η κρίση ξεπεράστηκε με δραματικό αλλά ριζικό τρόπο μέσα από τις καταστροφές κεφαλαίων που επέφερε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η κερδοφορία αποκαταστάθηκε και τα μεταπολεμικά χρόνια ήταν περίοδος οικονομικής ανάπτυξης.
Η χρονική διάρκεια εκείνης της ανοδικής φάσης επεκτάθηκε μέσα από διάφορους παράγοντες, ο κυριότερος από τους οποίους ήταν ο ρόλος της πολεμικής βιομηχανίας των ΗΠΑ. Τα συσσωρευμένα κέρδη εκείνης της εποχής είχαν την τάση να συμπιέζουν το ποσοστό κέρδους με βραδύτερους ρυθμούς γιατί ένα μεγάλο μέρος τους διοχετευόταν στην παραγωγή μέσων καταστροφής αντί για μέσα παραγωγής ή κατανάλωσης. Ένα μέρος του κεφάλαιου «καταστρεφόταν» με αυτόν τον τρόπο ανακουφίζοντας την πίεση πάνω στα υπόλοιπα.
Ωστόσο αυτό δεν μπορούσε να είναι μόνιμη λύση, ιδιαίτερα καθώς οι ΗΠΑ σήκωναν τα βάρη αυτού του μηχανισμού ανακούφισης, ενώ οι ανταγωνιστές τους σε Ευρώπη και Ασία έδρεπαν τα οφέλη. Οι κρίσεις επέστρεψαν τη δεκαετία του 1970, σε μια στιγμή που οι δαπάνες του αποτυχημένου πολέμου στο Βιετνάμ είχαν εκτροχιάσει αυτόν τον μηχανισμό στις ΗΠΑ.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν από τότε, οι κρίσεις έγιναν επαναλαμβανόμενο φαινόμενο: 1973-4, 1980-81, 1987, 1991, 1998, 2001-02, 2007. Αλλά καμιά από αυτές δεν πήρε τις διαστάσεις της σημερινής. Υπήρξαν παρεμβάσεις που επέτρεψαν μερική διέξοδο για ορισμένα διαστήματα.
Ένας παράγοντας ήταν η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης μέσα από τις επιθέσεις του νεοφιλελευθερισμού (θατσερισμού ή μονεταρισμού, όπως λεγόταν αρχικά). Ένας δεύτερος ήταν ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα που γιγαντώθηκε, διεθνοποιήθηκε και δημιούργησε τις φούσκες που μας έφεραν μέχρι το 2007. Μπορεί ο Πολ Φόλκερ παλιότερα (κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ στα χρόνια του Ρίγκαν) ή ο Γκρίνσπαν πιο πρόσφατα να μην έδωσαν το όνομά τους σε κάποιον -ισμό, αλλά αποτέλεσαν κεντρικές φιγούρες για τις μερικές ανακάμψεις που συνδυάστηκαν με τις κρίσεις και τις παρέτειναν μέχρι σήμερα.
Αυτή η αναδρομή στη συγκεκριμένη πορεία του καπιταλισμού μέχρι τη σημερινή κρίση έχει τη σημασία της γιατί μας βοηθάει να κατανοήσουμε τις καταπονήσεις που κουβαλάει το σύστημα μέσα από τις προηγούμενες κρίσεις και τις προσπάθειες για το παροδικό, όπως αποδεικνύεται, ξεπέρασμά τους. Είναι σαν ένα ασθενή που τον ξαναχτυπάει μια αρρώστια ύστερα από μια σειρά εγχειρήσεις και θεραπευτικές αγωγές που έχει υποστεί.
Η περίπτωση του ελληνικού καπιταλισμού
Αυτή την εικόνα πρέπει να την έχουμε κατά νου και για την ελληνική περίπτωση. Οι δεξιοφυλλάδες στη Γερμανία αρέσκονται σε περιγραφές που εμφανίζουν τους τεμπέληδες του νότου να κάνουν πάρτι με δανεικά από τη Γερμανία και έτσι να καταλήγουν με μια βαριά κρίση χρέους. Την ίδια «θεωρία» με διαφορετικό εθνικό περίβλημα προβάλλουν οι αστοί εδώ: είμαστε χρεωμένοι γιατί δεν είμαστε αρκετά ανταγωνιστικοί, ακόμη και αν μας χάριζαν τα σημερινά χρέη θα ξαναβουλιάζαμε σύντομα αφού δεν έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό.Αυτή η φιλολογία δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Η κρίση χρέους δεν χτύπησε την ελληνική
οικονομία για πρώτη φορά το 2009, αλλά σχεδόν τριάντα χρόνια πριν. Και δεν δημιουργήθηκε από «υπερβολικές παροχές που έκανε το ΠΑΣΟΚ με δανεικά», αλλά από την κρατικοποίηση των ζημιών των τραπεζών και των «προβληματικών» επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα εκείνης της εποχής.
Η αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού επί του ΑΕΠ και η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού με υπέρογκα ποσά για τόκους έγινε μετά από το σκάσιμο μιας προηγούμενης φούσκας που χαρακτήρισε το διεθνή καπιταλισμό εκείνη την εποχή, της φούσκας των πετροδολαρίων και των ευρωδολαρίων.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις εμπειρίες της δεκαετίας του 1930, τα τραπεζικά συστήματα των επιμέρους καπιταλισμών βρέθηκαν κάτω από αυστηρότερη κρατική εποπτεία. Η Κεντρική Τράπεζα κάθε χώρας μπορούσε να επιβάλει ελέγχους με στόχο να αποτρέπονται ξαφνικές χρεοκοπίες όπως έγινε στο μεσοπόλεμο.
Οι πρώτες τράπεζες που μπόρεσαν να ξεφύγουν από εκείνο το καθεστώς ήταν οι αμερικάνικες που είχαν θυγατρικές στην Ευρώπη. Όταν το αμερικάνικο εμπορικό ισοζύγιο άρχισε να γίνεται ελλειμματικό, αυτές οι τράπεζες βρέθηκαν με καταθέσεις σε δολάρια που προέρχονταν από τις εξαγωγές ευρωπαϊκών πολυεθνικών προς τις ΗΠΑ. Ήταν η αρχή της τραπεζικής αγοράς στα λεγόμενα «ευρωδολάρια», μιας αγοράς απελευθερωμένης από τους κρατικούς ελέγχους αφού η αμερικάνικη νομοθεσία δεν ίσχυε στην Ευρώπη και οι νομοθεσίες των ευρωπαϊκών κρατών αφορούσαν τα δικά τους νομίσματα και όχι τα «ξενητεμένα» δολάρια. Το 1969 αυτή η αγορά είχε μέγεθος 12,1 δις δολαρίων. Το 1978 είχε φτάσει στα 900 δις (βλέπε σχετικά το άρθρο της Μαρίας Στύλλου με τίτλο «Η κρίση των τραπεζών και η Λατινική Αμερική» στο συλλογικό «Ο Ελληνικός Καπιταλισμός, η Παγκόσμια Οικονομία και η Κρίση», εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 83-86).
Μια μεγάλη ώθηση δόθηκε από τα λεγόμενα «πετροδολάρια». Τα έσοδα των αραβικών καθεστώτων μετά την εκτίναξη της τιμής του πετρέλαιου στα μέσα της δεκαετίας του 1970 (εκείνη η κρίση είχε ονομαστεί και πετρελαϊκή), μετατράπηκαν σε καταθέσεις που διόγκωσαν τη διεθνοποιημένη και ανεξέλεγκτη τραπεζική αγορά.
Μέσα σε εκείνες τις συνθήκες η Μέση Ανατολή έμοιαζε με ένα νέο Ελντοράντο όπου πολλές επιχειρήσεις ονειρεύονταν να επεκταθούν με τη βοήθεια εύκολου δανεισμού από αυτή την αγορά. Οι έλληνες καπιταλιστές δεν μπορούσαν να λείπουν από αυτό το πάρτι.
Όμως όταν η φούσκα έσκασε, τα όνειρα μετατράπηκαν σε εφιάλτες. Όταν ο Πολ Φόλκερ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 άρχισε να ανεβάζει τα αμερικάνικα επιτόκια και να οδηγεί το δολάριο στα ύψη, όποιος χρωστούσε σε δολάρια βρέθηκε σε παγίδα. Τα πραγματικά επιτόκια ανέβηκαν από τα επίπεδα του 1% το 1979 στα ύψη του 9% το 1985. Οι ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις που είχαν ξανοιχτεί έγιναν προβληματικές και η διάσωσή τους από το κράτος προκάλεσε τη αρχική κρίση χρέους που ακόμα πληρώνουμε.
Οι τόκοι που πλήρωνε ο ελληνικός προϋπολογισμός σκαρφάλωσαν από τα 163,6 δις δραχμές το 1984 στα 548,8 δις το 1988, στα 1.163,1 δις το 1990, στα 2.122,3 δις το 1993 πριν σταθεροποιηθούν στο ύψος των 3.010-3.280 δις το χρόνο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και στο αντίστοιχο των 9 δις ευρώ το χρόνο περίπου για τα χρόνια 2000-2007.
Υπολογίζεται, με βάση τα στοιχεία των επίσημων προϋπολογισμών που έχουν κατατεθεί στη Βουλή ότι το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε 622 δις ευρώ για τα τοκοχρεολύσια από το 1985 μέχρι το 2009. Ποσό πολλαπλάσιο του μέσου ΑΕΠ αυτής της 25ετίας, αλλά που δεν στάθηκε ικανό να κατεβάσει το χρέος κάτω από το 100% του ΑΕΠ πριν έρθει η νέα κρίση. Άμα μιλάμε για καταπόνηση εννοούμε βαριά καταπόνηση.
Το πέρασμα από τη δραχμή στο ευρώ ήταν ένας από τους παράγοντες που βοήθησε τον ελληνικό καπιταλισμό να σταθεροποιήσει την κατάστασή του στα δέκα τελευταία χρόνια αυτής της 25ετίας. Ο άλλος καθοριστικός παράγοντας ήταν η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργασίας που εξασφάλισαν οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, κατά κύριο λόγο του Σημίτη και του Αλογοσκούφη από το 1996 μέχρι το 2007. Αλλά ο ρόλος του Ευρώ ήταν σημαντικός και γι’ αυτό η παραμονή στο Ευρώ ήταν και παραμένει στρατηγική επιλογή για την άρχουσα τάξη στην Ελλάδα.
Για δεκαετίες, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους ήταν εκφρασμένο σε δολάρια και κάθε διολίσθηση της δραχμής μπορεί να διευκόλυνε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων αλλά επιβάρυνε την εξυπηρέτηση του χρέους. Η πορεία προς το Ευρώ και η ένταξη σε αυτό συνδυάστηκε με αναδιάρθρωση του χρέους με αναχρηματοδότηση σε ευρώ και αυτό έδωσε ανάσες στον ελληνικό καπιταλισμό. Η εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2001 κοκορευόταν ότι το υπουργείο Οικονομικών είχε την ευκαιρία «να χρησιμοποιήσει το νέο δανεισμό ως σημαντικό εργαλείο για την αναδιάρθρωση του υφιστάμενου χρέους» (σελ 18).
Βέβαια, αυτά τα περιθώρια αξιοποιήθηκαν ταξικά από την άρχουσα τάξη. Οι τόκοι που σταθεροποιήθηκαν σε απόλυτα νούμερα στα χρόνια 1995-2007, αντιπροσώπευαν ένα μειούμενο ποσοστό στο σύνολο του προϋπολογισμού. Αλλά αυτές οι ανάσες δεν πήγαν προς βελτίωση των κοινωνικών δαπανών, αντίθετα κατευθύνθηκαν σε φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο. Οι συντελεστές φορολόγησης των κερδών και των υψηλών εισοδημάτων έπεφταν όλα αυτά τα χρόνια απορροφώντας τα οφέλη από τη σταθεροποίηση των δαπανών για τόκους. Όσοι αρέσκονται να εμφανίζουν το Ευρώ σαν σωσίβιο για την ελληνική οικονομία, φροντίζουν να κρύβουν αυτή την ταξική λειτουργία του: ήταν σωσίβιο για τους τραπεζίτες, τους εφοπλιστές και τους βιομήχανους. Αυτοί έκαναν πάρτι όσο κρατούσε η δεύτερη φούσκα του φτηνού δανεισμού μέχρι το 2007. Αλλά τώρα βρισκόμαστε στη μέση της κρίσης καθώς η νέα φούσκα έσκασε και βρήκε τον ελληνικό καπιταλισμό φορτωμένο ακόμη με τα βάρη της προηγούμενης.
Και τώρα;
Είναι γελοίο να καταγγέλλουν εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης την Αριστερά σαν το «κόμμα της δραχμής». Δεν είναι η Αριστερά που έχει συσσωρεύσει 600 δις σε καταθέσεις στις τράπεζες της Ελβετίας, ούτε είναι η Αριστερά αυτή που φυγαδεύει καταθέσεις με πρωτοφανείς ρυθμούς από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Είναι οι ίδιοι οι καπιταλιστές, πίσω από τις απρόσωπες «αγορές» και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια τους, που δεν δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στις προοπτικές της Ελλάδας (και της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, ακόμη και της Ιταλίας) να ξεφύγει από την κρίση χρέους στα πλαίσια της Ευρωζώνης.Οι ελπίδες της άρχουσας τάξης είναι συγκεντρωμένες στην προοπτική να ξαναμπαλωθεί το σωσίβιο που λέγεται Ευρώ. Η θέση για παραμονή στο Ευρώ με κάθε θυσία εκφράζει αυτή την προσδοκία. Είναι μια προσδοκία αβάσιμη που απαιτεί θυσίες χωρίς αντίκρυσμα.
Ένας πρώτος λόγος γιατί έχουμε αυτή την εκτίμηση είναι το γεγονός ότι η κρίση χρέους δεν μπορεί να ξεπεραστεί ούτε η ανάπτυξη να επιστρέψει ακόμη και αν γινόταν ένα «θαύμα» και αύριο ξαφνικά όλοι οι θεσμοί της Ευρωζώνης είχαν μεταρρυθμιστεί και αποκτούσαν τις δικαιοδοσίες της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης και της Κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ. Ο Ομπάμα και ο Μπερνάνκι έχουν όλες τις εξουσίες που θα ήθελαν να αποκτήσουν η Μέρκελ και ο Ντράγκι σε μια αναβαθμισμένη Ευρωζώνη μετατρέποντας τα κράτη μέλη σε ισοδύναμα της Φλόριντα ή της Αριζόνα. Όμως αυτό δεν έχει σημάνει ότι οι ΗΠΑ έχουν βγει από την κρίση ή έστω ότι δεν ανησυχούν ότι η κρίση της Ευρωζώνης θα συμπαρασύρει την οικονομία των ΗΠΑ σε νέα επιδείνωση. Η Fed μπορεί και τυπώνει χρήμα και αγοράζει κρατικά ομόλογα, ο Πρόεδρος και το Κογκρέσο μαζί με τη Γερουσία έχουν τον πλήρη έλεγχο των προϋπολογισμών όλων των Πολιτειών αλλά η επιστροφή στην ανάπτυξη παραμένει πρόβλημα και εκεί.
Όσο «βάθεμα της Ευρώπης» και αν ξεπήδαγε ξαφνικά από μια Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλες, το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν την όξυνση του οικονομικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε ΗΠΑ, ΕΕ και Κίνα μέσα σε συνθήκες βαθιάς κρίσης της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή τη στιγμή οι ευρωπαϊκές τράπεζες χάνουν μερίδιο στην παγκόσμια πίτα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Μια ισχυρότερη ολοκλήρωση της Ευρωζώνης μπορεί να βελτίωνε τη θέση των ευρωπαϊκών τραπεζών διεθνώς, αλλά δεν θα έβαζε τέλος στα μαρτύρια των εργατών πουθενά.
Για να αρχίσουμε να πηγαίνουμε προς μια διέξοδο για την εργατική τάξη, το βασικό βήμα θα ήταν η άρνηση πληρωμής και η διαγραφή του χρέους. Όχι μόνο γιατί οι εργάτες δεν έχουν καμιά ευθύνη για το χρέος που δημιουργήθηκε διασώζοντας τραπεζίτες και βιομήχανους από αποτυχημένες επιλογές που έκαναν. Ούτε μόνο γιατί τα 620 δις που έχουν πληρωθεί για τοκοχρεολύσια θα έπρεπε να το είχαν εξοφλήσει με το παραπάνω. Αλλά και γιατί έτσι μπορούν να αποδεσμευτούν πόροι για να σχεδιαστεί η οικονομία διαφορετικά, αποτελεσματικά σε σχέση με τις ανάγκες της πλειοψηφίας.
Προφανώς αυτό σημαίνει ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ. Αν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό, φρόντισαν να τη διαλύσουν οι ίδιοι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης και στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρωζώνη με τις υστερικές αντιδράσεις τους στην προεκλογική περίοδο. Έστω κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε κατηγορηματικά πίστη στο Ευρώ και μάλιστα υπερθεμάτιζε ότι έχει εναλλακτικό σχέδιο για τη διάσωση του Ευρώ από την καταστροφή στην οποία το οδηγούν οι θεματοφύλακες του, η αντίδρασή τους ήταν κατηγορηματική: τοποθετούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ στο «κόμμα της δραχμής».
Το πραγματικό ερώτημα που χρειάζεται απάντηση από τη μεριά της Αριστεράς είναι με ποιον τρόπο μπορούν να καμφθούν αυτές οι αντιδράσεις. Μπορεί να δουλέψει μια τακτική κατευνασμού των αντιδράσεων όπως επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι.
Κάθε βήμα προς τα πίσω, κάθε συμβιβαστική πρόταση ότι δεν θα γίνουν μονομερείς ενέργειες, ότι δεν θα υπάρξει στάση πληρωμών ούτε πρόταση διαγραφής ολόκληρου του χρέους, παρά μόνο διάλογος μέσα στα πλαίσια του Ευρώ, το μόνο που πετυχαίνει είναι να εξασθενίζει την πλευρά των εργατών χωρίς να κερδίζει καμιά υποχώρηση από το αντίπαλο στρατόπεδο. Είναι το ισοδύναμο μιας διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην εργοδοσία και το σωματείο, όπου οι συνδικαλιστές δηλώνουν προκαταβολικά ότι δεν θα φύγουν από το διάλογο ούτε θα προχωρήσουν σε απεργίες, ελπίζοντας έτσι να κερδίσουν την καλή θέληση της άλλης πλευράς. Το μόνο που πέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να βρίσκεται υπό διαρκή πίεση ακόμη και σαν αντιπολίτευση για να αποδείχνει την «υπευθυνότητά» του. Το κόστος για το κίνημα είναι προφανές. Ο πρώτος συνδικαλιστής του ΣΥΡΙΖΑ που θα τολμήσει να στηρίξει μαχητικές κινητοποιήσεις θα έχει την ίδια αποδοκιμασία που εισέπραξαν όσοι προσπάθησαν προεκλογικά να θυμίσουν ότι υπάρχουν και φωνές κατά του Ευρώ μέσα εκεί.
Είναι πολύ καλύτερα για την Αριστερά και για την εργατική τάξη να προετοιμαζόμαστε για τις συγκρούσεις που απαιτεί η απαλλαγή από τη θηλιά του χρέους και η ρήξη με την πειθαρχία της Φρανκφούρτης. Μας απειλούν με υποτίμηση, πληθωρισμό, ελλείψεις. Αλλά τίποτε από όλα αυτά δεν θα γίνει αυτόματα, σαν φυσικό φαινόμενο, αν προχωρήσουμε σε ένα πρόγραμμα διαγραφής του χρέους και ρήξης με το Ευρώ. Η εργατική τάξη έχει εργαλεία και δυνάμεις για να αντιμετωπίσει και κερδοσκόπους και μαυραγορίτες που θα επιχειρήσουν να υλοποιήσουν τέτοιες απειλές. Ο εργατικός έλεγχος είναι απαραίτητο συμπλήρωμα του προγράμματος ρήξης και πρέπει να ενθαρρύνουμε κάθε βήμα των εργατών προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι μπορούμε να χτίζουμε προοπτική νίκης και όχι περιμένοντας να φυσήξει μεταρρυθμιστικός άνεμος από τις Βρυξέλες.
http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=360:i93&Itemid=1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου