Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Το αιώνιο ψέμα της «ολυμπιακής ειρήνης»

του Διονύση Ελευθεράτου
Aντιαεροπορικά όπλα στις ταράτσες του Λονδίνου. Στον Τάμεση το γιγάντιο πολεμικό σκάφος «HMS Ocean». Ελικόπτερα και ελεύθεροι σκοπευτές σε πλήρη ετοιμότητα. Ντυμένη στο χακί, σαν τεράστιο σκηνικό πολεμικής κινηματογραφικής παραγωγής, η αγγλική πρωτεύουσα «καλωσορίζει» αθλητές και επισκέπτες στη γιορτή της ...ειρήνης και της συναδέλφωσης! Τους Ολυμπιακούς Αγώνες φυσικά...

Δεν θα μπορούσε να υπάρξει τελειότερη καταρράκωση των φληναφημάτων περί «ολυμπιακής ειρήνης» και «ολυμπιακής εκεχειρίας», από την ίδια την εικόνα του «ολυμπιακού» Λονδίνου. Ο αντίλογος, αναμενόμενος: «Μα εδώ πρόκειται για την ανάγκη θωράκισης απέναντι σε ασύμμετρη απειλή, στον κίνδυνο τρομοκρατικών χτυπημάτων». Ωραία, λοιπόν. Ας μην υποκύψουμε στον πειρασμό να ασχοληθούμε με τα επικρατούντα ήθη, στον πλανήτη, από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και εντεύθεν. Ας αρκεστούμε σε ένα απλό ερώτημα: Καλά, πώς ακριβώς επενεργεί διαχρονικά αυτή η καταπραϋντική, ειρηνευτική ιδιότητα των Ολυμπιακών Αγώνων στις ...συμμετρικές συρράξεις, στις οποίες λαμβάνουν μέρος «κανονικά», «συντεταγμένα» κράτη;
Ας ορίσουμε ως σημείο εκκίνησης τη χαραυγή του 20ού αιώνα και ας θυμηθούμε... Αγώνες στο Παρίσι του 1900: Κατά τις ημέρες εκείνες, στην Κίνα οι δυνάμεις των Δυτικών έπνιγαν στο αίμα την εξέγερση των «Μπόξερς». Σεντ Λούις, 1904: Τότε οι Ρώσοι πολεμούσαν με τους Ιάπωνες. Το 1920, κατά τις ημέρες των Αγώνων της Αμβέρσας, τα όπλα είχαν τον λόγο σε τρία μέτωπα: Γαλλικά στρατεύματα κατελάμβαναν τη Συρία, ελληνοτουρκική σύρραξη γινόταν στη Μικρά Ασία, μάχες μαίνονταν ανάμεσα σε πολωνικά και σοβιετικά στρατεύματα.
Το 1952, την εποχή των Αγώνων στο Ελσίνκι, οι Γάλλοι πολεμούσαν στο Βιετνάμ. Αγγλοι και Γάλλοι βομβάρδιζαν το Σουέζ το 1956, την ώρα που άρχιζε η παγκόσμια αθλητική αναμέτρηση στη Μελβούρνη. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ «κάλυψε» τρεις Ολυμπιακούς Αγώνες: Τόκιο 1964, Μεξικό 1968, Μόναχο 1972. Λέτε να ρίχτηκαν λιγότερες Ναπάλμ και να μειώθηκαν οι εκατόμβες στις αντίστοιχες περιόδους, στο όνομα κάποιας ...ολυμπιακής ευαισθησίας; Ουδείς έμαθε κάτι τέτοιο...
Οι Αγώνες στη Βαρκελώνη, το 1992, συνέπεσαν με ορισμένες από τις αγριότερες στιγμές του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Το 2004 (Αθήνα) τα αμερικανικά στρατεύματα κατοχής στο Ιράκ «τίμησαν» δεόντως το πνεύμα της «ολυμπιακής ειρήνης» σκορπώντας φωτιά και θάνατο στη Νατζάφ και τη Φαλούτζα. Το 2008 (Πεκίνο), η «γιορτή της ειρήνης» άφησε βεβαίως εντελώς ανεπηρέαστο τον πόλεμο στην Οσετία, ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γεωργία. Ναι, τόooσηη ειρήνευση! Σκεφθείτε πόσο μακροσκελής θα ήταν ο κατάλογος, εάν συμπεριλαμβάναμε και εμφυλίους πολέμους...
Εθνικισμός, ανταγωνισμοί και σκοπιμότητες σφραγίζουν τους ολυμπιακούς από την πρώτη διοργάνωση στην Αθήνα
Aς μας συγχωρήσουν οι εναπο­μείναντες λάτρεις των ποικίλων καθεστωτικών «ολυμπιακών» παραμυθιών, αλλά η πραγματι­κότητα δεν μπορεί να κρυφτεί: Οι ολυμπιακοί κύκλοι ποτέ δεν υπήρξαν «αντίδοτο» στις οβίδες, ούτε στρογγυλε­μένα κλαδιά ελιάς.
Από το 1896 έγιναν 26 επίσημοι Ολυ­μπιακοί Αγώνες, εκ των οποίων οι 11 δι­εξήχθησαν σε περιόδους ανηλεών πολε­μικών αιματοχυσιών. Όποτε συνέπιπταν με τους Αγώνες, οι στρατιωτικές συρρά­ξεις μαίνονταν «κανονικότατα»...
Ορισμένες φορές, βεβαίως, ο θε­σμός συνδέθηκε στενότατα με κάποιου είδους «ειρήνη». Φερ' ειπείν οι Αγώνες του 1968, στο Μεξικό, ανέδειξαν το ιδα­νικό της «κοινωνικής ειρήνης» του νε­κροταφείου... Για να διεξαχθούν «απρό­σκοπτα», ο στρατός του μεξικάνικου καθεστώτος επιδόθηκε στο «άθλημα» της σκοποβολής σε ανθρώπινους, άοπλους στόχους, ώστε να καταπνίξει τη φοιτητι­κή εξέγερση.
Αρχές Οκτωβρίου 1968, περίπου μία εβδομάδα προτού αρχίσουν οι Αγώνες, οι εφημερίδες όλου του κόσμου δημοσίευαν συγκλονιστικά ρεπορτάζ για την κτηνω­δία που κυριάρχησε στην Πόλη του Με­ξικού. Τοίχοι και δρόμοι βαμμένοι με αί­μα, πυροβολισμοί, κραυγές πόνου, τραυ­ματίες, εκατοντάδες νεκροί.
Ένα παράγωγο της λέξης «ειρήνη», όμως, συμπεριλήφθηκε στη δήλωση που έκανε ο ...απτόητος πρόεδρος της Διε­θνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, ο Αμερι­κανός Έιβερι Μπράντεϊζ: «Τίποτε δεν θα εμποδίσει, τη 12η Οκτωβρίου, την ει­ρηνική είσοδο της ολυμπιακής φλόγας στο στάδιο και τη διεξαγωγή των Αγώ­νων»!
Σε μια άλλη περίπτωση, ο «θεσμός της ειρήνης» ώθησε ...για τα καλά –και γρήγορα- τη διοργανώτρια χώρα σε πό­λεμο... Όχι, δεν εννοούμε τους Αγώνες του 1936, στο Βερολίνο, που μετατράπη­καν σε προπαγανδιστικό όργιο του Τρί­του Ράιχ. Εννοούμε κάτι παλιότερο και ...ημέτερο: Τους Αγώνες του 1896, στην Αθήνα. Τη μετέπειτα ανόητη απόφα­ση των ελληνικών ελίτ να οδηγήσουν τη χώρα σε μια -χαμένη εκ των προτέρων- ολέθρια στρατιωτική αναμέτρηση με την Τουρκία... Κατά τη διάρκεια των Αγώ­νων του 1896 η χώρα ζούσε σε ένα «εθνι­κό μεθύσι». Ως γνωστόν, όσο μεθάς τόσο θέλεις να πιεις κι άλλο. Ακόμα και «μπό­μπες» - κυριολεκτικά!
Να τι έγραψε στο βιβλίο του Olympic Revival (Εκδοτική Αθηνών, 2003) ο πρύ­τανης της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδη­μίας, Κώστας Γεωργιάδης: «Σημαντική παράμετρος που ανέκυψε από τη διεξα­γωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελ­λάδα ήταν ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Η ομόφωνη κραυγή για τη μό­νιμη τέλεση των Αγώνων στην Ελλάδα δεν ήταν το μόνο αποτέλεσμα του ενθου­σιασμού και της εθνικής υπερηφάνειας που είχαν ωθηθεί στα όρια τους. Λίγους μήνες αργότερα, ήταν ακριβώς αυτός ο ενθουσιασμός που θα οδηγούσε σε μια μοιραία λανθασμένη εκτίμηση της κα­τάστασης, παγιδεύοντας την Ελλάδα σε έναν πόλεμο που δεν ήταν σε θέση να δι­εξαγάγει».
Τονίζει, ακόμη, ο Κ. Γεωργιάδης: «Αυτή η σχέση ανάμεσα στους Ολυμπι­ακούς Αγώνες και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 δεν πρέπει να μας εκ­πλήσσει. Για τους Έλληνες οι Ολυμπια­κοί ήταν περισσότερο ένας πολιτικός και πολιτιστικός θεσμός, άρρηκτα συνδεδε­μένος με την πολιτική και εθνική ύπαρ­ξη του αδύναμου ελληνικού κράτους, πα­ρά ένας αθλητικός θεσμός».
Η Ελλάδα, χρεοκοπημένη από τον Δε­κέμβριο του 1893 αλλά εκστασιασμένη με το όραμα των Αγώνων που της ανατέθη­καν τον Ιούνιο του 1894, συνέδεσε κι επι­σήμως τον αλυτρωτισμό με τον ολυμπιακό θεσμό, τον Ιανουάριο του 1895. Τότε ο μονάρχης Κωνσταντίνος, ανακηρύσσο­ντας την προ-ολυμπιακή Αθήνα «πρωτεύ­ουσα των ελευθέρων τμημάτων των ελλη­νικών εδαφών», έθεσε ευθέως τη διοργά­νωση των Αγώνων στην υπηρεσία του ελ­ληνικού κράτους.
Η προετοιμασία και η διεξαγωγή των Αγώνων του 1896 ήταν εντονότατα «χρω­ματισμένες» από τη ρητορική της Εθνι­κής Εταιρείας, στις γραμμές της οποί­ας συγκαταλέγονταν πολλοί επιφανείς, δραστήριοι συντελεστές της διοργάνω­σης. Ένας ήταν ο (πρώτος) πρόεδρος της ΔΟΕ, Δημήτρης Βικέλας. Για την Εθνι­κή Εταιρεία ο Κ. Γεωργιάδης γράφει ότι υπήρξε «κύριος μοχλός άσκησης πίεσης για την εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτόν τον πόλεμο» (του 1897).
Δεν θα μπορούσε βεβαίως η σαρκα­στική, απολαυστική πένα του Γιώργου Σουρή να μην ...τιμήσει τον παροξυσμό που δέσποσε στην περίοδο των Αγώ­νων. Έγραψε: «Κι εμείς με τον Οβρέντοβιτς, των Σέρβων βασιλέα / δυο μερ­δικά θα κάνομε την γην των Μακεδόνων / κι απλώνοντας φαρδιά-πλατιά την κά­θε μας αρίδα / μονάχα με το Στάδιον των διεθνών Αγώνων/ θα χάψομεν την εκλεκτήν του λέοντος μερίδα»...
Παρεμπιπτόντως: Είναι κωμικοτρα­γικό να σκέφτεται κανείς πως τότε προ­κάλεσε τέτοια μαζική αυταρέσκεια μια διοργάνωση, στην οποία έλαβαν μέρος 77 όλοι κι όλοι (!) ξένοι αθλητές - ή και «αθλητές», αν ληφθεί υπόψη π.χ. ότι στην αγγλική αποστολή ενσωματώθηκαν δύο υπάλληλοι της πρεσβείας.
Ήταν όμως οι πρώτοι Αγώνες έπει­τα από το ...393 μ.Χ. Ελλείψει συγκρίσι­μων μεγεθών, καθένας μπορούσε -κατά το δοκούν- να αποθηκεύσει στην ψυχή του ό,τι ήθελε, σε όση ποσότητα το ήθε­λε: Ικανοποίηση, αυτοπεποίθηση, εθνική έξαψη, εθνικιστική παράκρουση ή και την ιδέα ότι η χώρα θα διέλυε την Τουρ­κία σε μια ένοπλη σύρραξη...
Μήπως τουλάχιστον οι Ολυμπιακοί Αγώνες δικαίωναν την ...ειρηνόφιλη φή­μη τους έστω και εκ των υστέρων; Μή­πως, δηλαδή, όταν πλέον είχαν σιγήσει τα όπλα, αναλάμβανε ο θεσμός να επουλώ­σει ταχύτερα τις πληγές, να αμβλύνει πά­θη και μίση; Αμ δε...
Οι πρώτοι Αγώνες έπειτα από τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, εκείνοι του 1920, ανατέθηκαν άρον - άρον στην Αμ­βέρσα, 19 μόλις μήνες πριν από την προ­γραμματισμένη έναρξη τους! Η Ουγγα­ρία που είχε επιλεγεί το 1914, στη Σύνοδο της Λιόν, δεν επιτρεπόταν πλέον να τους διοργανώσει. Ο λόγος; Ήταν μια από τις ηττημένες χώρες στην «κρεατομηχανή» του 1914-1918.
Από τους Αγώνες της Αμβέρσας απο­κλείστηκαν όλες οι ηττημένες στον πόλε­μο χώρες, κατά συνέπεια είναι κάπως δύ­σκολο να διαγνωστούν «συμφιλιωτικά» ψήγματα. Από τους Αγώνες του 1924, στο Παρίσι, απουσίασε η Γερμανία, επειδή ο γάλλος πρωθυπουργός Ραμόν Πουανκαρέ αρνήθηκε να χορηγήσει βίζα στους αθλητές της.
Έστω και με μια ελαφρά παρέκκλιση από τον πυρήνα του θέματος μας, ας ση­μειωθεί κάτι: Ανέκαθεν η ΔΟΕ ανέθετε τη διοργάνωση σε διάφορες χώρες λαμ­βάνοντας σοβαρότατα υπόψη τα πολιτι­κά, οικονομικά και γαιοστρατηγικά «θέ­λω» συμφερόντων και δυνάμεων, με τις οποίες τα ...είχε καλά.
Κάπως έτσι, όταν κατέφθασε η ώρα να εμπεδώσουν οι κοινωνίες της Δύσης το συμπέρασμα πως οι παλιοί εχθροί του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πλέον κα­λοί σύμμαχοι, σε έναν κόσμο διαιρεμένο από άλλη βασική διαχωριστική γραμμή, τότε οι χώρες του παλιού «Άξονα» ανέ­λαβαν τους Αγώνες σχεδόν στη σειρά: Ρώμη το 1960, Τόκιο το 1964, Μόναχο το 1972. Εμβόλιμα, το '68 τιμήθηκε το Μεξι­κό, πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ στην αμε­ρικανική ήπειρο.
Ακόμη και το «τάιμνγκ» της ανάθε­σης των Αγώνων στη Μόσχα είχε τη ση­μασία του: Αυτό έγινε το 1974, όταν η ύφεση στις σχέσεις των δυο υπερδυνά­μεων βρισκόταν στο ζενίθ. Είχε προη­γηθεί η επίσκεψη Νίξον στη Μόσχα το 1972 και η εν γένει εντυπωσιακή βελτί­ωση των αμερικανο-σοβιετικών σχέσε­ων στη διετία 1972-73. Άλλο αν τα πράγ­ματα άλλαξαν μέχρι το έτος διεξαγω­γής των Αγώνων στην ΕΣΣΔ κι έγινε το πρώτο από τα δυο διαδοχικά μποϋκοτάζ των μεν και των δε (Μόσχα 1980, Λος Άντζελες 1984).
Επιστρέφοντας στα των πολέμων (των πολλών ...κανονικών, όχι του ενός «Ψυ­χρού»), μοιραία θα προσκρούσουμε σε μια ...παραλλαγή του απατηλού μύθου: «Όλα αυτά ήταν ένας εκτροχιασμός από τα αγνά ολυμπιακά ιδεώδη, στα οποία και πρέπει να επανέλθουμε».
Πότε ακριβώς ...εμφανίστηκε αυτή η αγνότητα; Η απάντηση - κλισέ είναι: «'Οταν ο ρομαντικός, ευγενής βαρόνος Πιερ Ντε Κουμπερτέν εμπνεύστηκε την αναβίωση των Αγώνων». Πολύ αφελές για να είναι αληθινό...
Οι Αγώνες του 1896 είχαν διπλή σχέ­ση με τα όπλα. Δεν οδήγησαν απλώς την Ελλάδα σε έναν καταστρεπτικό πόλεμο. «Γεννήθηκαν» κι οι ίδιοι από τις στάχτες ενός πολέμου: Ο Ντε Κουμπερτέν «ανα­κάλυψε» την Αρχαία Ολυμπία όταν η Γαλλία έχασε την ...Αλσατία!
Στον απόηχο του γαλλογερμανικού πολέμου 1870-71 που είχε οδυνηρή έκ­βαση για το Παρίσι, ο διορατικός, αρι­στοκράτης Ντε Κουμπερτέν αντελήφθη κάτι: Οι ελίτ της χώρας του χρειάζο­νταν ένα νέο πεδίο διεθνούς δράσης και ανταγωνισμού, στο οποίο η Γαλ­λία θα είχε την πρωτοκαθεδρία. Κά­τι σαν μίνι αντίβαρο στην πολιτική και οικονομική υπεροχή των Γερμανών, κάτι σαν μοχλό ανύψωσης του γαλλι­κού κύρους.
Μια συνοπτική καταγραφή γεγονότων αρκεί για να φανεί η ...ουμανιστική ανιδιοτέλεια του ντε Κουμπερντέν...
Ο «ρεβανσιστής» Βαρόνος, οι αρχαίοι πόλεμοι για τον ...ιερό χώρο
Είναι δυνατόν να διοργανώνεις Δι­εθνές Αθλητικό Συνέδριο (Παρί­σι, Ιούνιος 1894) και να μην προ­σκαλείς τις σημαντικές αθλητικές ενώσεις της μεγαλύτερης ευρω­παϊκής χώρας, της Γερμανίας; Είναι, αν λέγεσαι Ντε Κουμπερτέν και πασχίζεις να συνεχίσεις «με άλλα μέσα» τον πόλεμο... Κατά τη διάρκεια του 1894 κι ενώ οι Αγώνες είχαν ήδη ανατεθεί στην Ελλάδα, ο Ντε Κουμπερτέν πρόλαβε να τσακωθεί και με τους Άγγλους, που διαπίστωσαν ότι ο βαρόνος «έκοβε και έραβε» τους κανο­νισμούς στα μέτρα των γαλλικών προτύ­πων. Ο βρετανικός Τύπος απειλούσε ότι οι Άγγλοι αθλητές δεν θα ταξίδευαν στην Αθήνα. Εν συγκρίσει, όμως, προς το γαλ­λογερμανικό «μέτωπο», η σύγκρουση Άγ­γλων - Ντε Κουμπερτέν φάνταζε παιδικό καβγαδάκι.
Στις 12 Ιουνίου 1895 δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα Zik Μπλα ανυπόγρα­φο άρθρο, το οποίο όμως αποδόθηκε στον ίδιο τον Ντε Κουμπερτέν. Ο αρθρογρά­φος μεταξύ άλλων ανέλυσε τα των Αγώνων ως στοιχείο της πολιτικής σκακιέ­ρας Παρισιού - Βερολίνου: «Στην παρού­σα συγκυρία η ελληνική βασιλική οικογέ­νεια δεν έχει καλές σχέσεις με τον Οίκο των Χοετσόλερν. Οι συμπάθειες της κλί­νουν προς την πλευρά της Γαλλίας».
Επακολούθησε χαμός. Το Βερολίνο διεμήνυσε παντοιοτρόπως ότι δεν επρόκει­το να ανεχθεί πλέον το αντιγερμανικό μέ­νος του Ντε Κουμπερτέν. Εκείνος αποκή­ρυξε το άρθρο, πιθανότατα πιεσθείς από πολιτικούς παράγοντες στο Παρίσι. Ελά­χιστους όμως έπεισε στη Γερμανία, της οποίας οι τρεις μεγαλύτερες αθλητικές ενώσεις αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν τους Αγώνες της Αθήνας.
Για να σωθούν τα προσχήματα και να εκπροσωπηθεί η Γερμανία στους Αγώνες, εργάστηκαν πυρετωδώς Γερμανοί φιλέλ­ληνες που δραστηριοποιούνταν στην Επι­τροπή για τη Συμμετοχή της Γερμανίας -ναι, συγκροτήθηκε τέτοιος φορέας!
Στην πραγματικότητα, η ανάθεση των πρώτων, «δοκιμαστικών» Αγώνων στην Ελλάδα ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ο Ντε Κουμπερτέν ως απαρχή της υλοποίησης των σχεδίων του. Θα εξασφάλιζε δάφνες αυ­θεντικότητας και στη συνέχεια το νερό θα κυ­λούσε στο αυλάκι: Οι επόμενοι Αγώνες θα γί­νονταν στο Παρίσι (όπως κι εκείνοι του 1924) κι ο ίδιος θα αναδεικνυόταν σε κεντρικό πρό­σωπο της διεθνούς αθλητικής σκηνής από το 1896 μέχρι το 1925.
Μια καλή κουβέντα, πάντως, είπε για τους άσπονδους εχθρούς του ο βαρόνος, ένα χρόνο προτού εγκαταλείψει (1937) τον μάταιο τού­το κόσμο: Πρόλαβε να χαιρετήσει ενθουσιω­δώς το γεγονός ότι οι Αγώνες διεξάγονταν στη «δωρική Γερμανία», όπως χαρακτήρισε το να­ζιστικό καθεστώς... Τι τον «ημέρεψε», άραγε, τον υπερ-συντηρητικό βαρόνο; Τα γεράματα, ή ο θαυμασμός του για την άτεγκτη πειθαρχία, το μιλιταριστικό πνεύμα και -εν γένει-το «σύ­στημα αξιών» του εθνικοσοσιαλισμού;
Εάν ταξιδέψουμε στην αρχαία Ελλάδα, μή­πως θα βρούμε -επιτέλους- την «ολυμπιακή ειρήνη» και θα νοσταλγήσουμε τα προγονικά κλέη; «Αηδέστατο ιστορικό ψεύδος» γράφει ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο εξαιρετικό βιβλίο του «Μύθος, Απάτη και Βαρβαρότητα οι Ολυμπιάδες» (εκδόσεις Πιρόγα), παρατηρώντας ότι εν προκειμένω ταυτίζεται η «ειρήνη» με την «εκεχειρία», δηλαδή την προσωρινή παύ­ση εχθροπραξιών. Η πρώτη ήταν ...παραμύ­θι. Η δεύτερη;
Η θέσπιση εκεχειρίας ήταν απόρροια της συμφωνίας δύο γειτόνων και ενός τρίτου, υψη­λού τοποτηρητή: Συμφώνησαν ο βασιλιάς της Ήλιδας, Ίφιτος, ο ομόλογος του της Πίσας, Κλεοσθένης και προσυπέγραψε ο Λυκούργος της Σπάρτης. Με την εκεχειρία η Ολυμπία χα­ρακτηρίστηκε «ιερά ζώνη του Διός» κι η Ηλεία κηρύχθηκε αποστρατιωτικοποιημένη. Τι άλλο χρειαζόταν; Κάποιοι σε ρόλο ...«σεκιούριτι», εγγυητές της εκεχειρίας. Το έργο αυτό ανέλα­βαν οι Σπαρτιάτες - ποιοι άλλοι;
Η εκεχειρία λοιπόν είχε σαφή τοπικό προσ­διορισμό (Ηλεία) και ευδιάκριτο κίνητρο: Με τόσους πολέμους μεταξύ πόλεων ανά τον ελ­ληνικό χώρο, πώς στην ευχή θα κατέφθαναν στην Ολυμπία οι ενδιαφερόμενοι - αθλητές, άρχοντες και λοιποί VIP της εποχής;
«Παραέξω», της λοιπής Πελοποννήσου συμπεριλαμβανομένης, οι αιματοχυσίες συ­νεχίζονταν κανονικά. Απλώς, αν ήσουν ένοπλος και φιλοδοξούσες να περάσεις από την Ηλεία, παρέδιδες το ξίφος ή το δόρυ σου κα­τά την είσοδο και τα παραλάμβανες κατά την έξοδο - σαν μπαγκάζια σε αεροπλάνο ή πούλ­μαν. «Τα όπλα παραδίδοντας απολαμβάνειν μετά την εκ των όρων έκβασιν», όπως έγρα­ψε ο ιστορικός και φιλόσοφος Στράβων στα Γεωγραφικά.
Τι τα θέλετε, όμως... Μεγάλος ήταν ο πειρα­σμός εκάστου εκ των γειτόνων να κυριαρχήσει στον ολυμπιακό χώρο, όπου βρισκόταν κι ο να­ός του Δία. Η πρωτοκαθεδρία εκεί εξασφάλιζε πολιτική επιρροή, γόητρο αλλά και μεγάλα οι­κονομικά οφέλη, επειδή αφθονούσαν οι πλού­σιοι επισκέπτες και τα πολύτιμα αφιερώματα.
Ένας αιώνας (περίπου) παρήλθε από τη συμφωνία Ίφιτου - Κλεοσθένη και τα μαχαί­ρια βγήκαν από τις θήκες. Ύστερα από πολε­μικές αναμετρήσεις, η Πίσα ανέλαβε τη διορ­γάνωση των 8ων και 34ων Αγώνων. Τη δεύ­τερη φορά μάλιστα, οι Πισαίοι πολέμησαν δι' αντιπροσώπων: Το 668 π.Χ. έπεισαν τον Φεί­δωνα, τύραννο του Αργούς, να επέμβει στρα­τιωτικά, να καταλάβει την Ολυμπία κι οι ίδιοι να διοργανώσουν τους Αγώνες υπό την αιγίδα του.
Έτσι κι έγινε. Στους 34ους Ολυμπιακούς Αγώνες κουμάντο έκαναν ο Φείδωνας και ο βασιλιάς των Πισαίων, ο Πανταλέων - «λέων» εκ του ασφαλούς, χάρη στα όπλα των Αργεί-ων. Οι Ηλείοι όμως αντεπιτέθηκαν το 664 π.Χ. και ανέλαβαν πάλι τα ηνία των Αγώνων. Η κυ­ριαρχία της Πίσας έγινε πίσα και πούπουλα.
Και οι «σεκιουριτάδες» Σπαρτιάτες; Αυτοί βοήθησαν την Ήλιδα να ανακτήσει τον έλεγ­χο της στην Ολυμπία. Όμως αν είσαι και «σεκιουριτάς» κι εσύ συμφέρον δεν κοιτάς; Οι Σπαρτιάτες έκαναν θρύψαλα την εκεχειρία των Αγώνων του 420 π.Χ. εισβάλλοντας στην Ήλιδα και καταλαμβάνοντας το Λέπραιο.
Η ...παράδοση τηρήθηκε κι αργότερα, με ευλάβεια. Το 365 π.Χ. οι Πισαίοι επανήλθαν εναντίον των Ηλείων, συμμαχώντας με τους Αρκάδες, οι οποίοι λεηλάτησαν τους θησαυ­ρούς της Ολυμπίας και έτσι πλήρωσαν τους μι­σθοφόρους τους.
Αν η εκεχειρία θρυμματιζόταν έτσι για τον ίδιο τον έλεγχο του «ιερού χώρου», εύκολα φαντάζεται κανείς πόση ...ολυμπιακή ειρή­νευση βασίλευε «στα πέριξ»!
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ (22.7.2012) via aristeroblog

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου