Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΡ. ΜΠΑΛΤΑ- Το εκλογικό αποτέλεσμα από τη γωνία της κοινωνίας και της Αριστεράς

πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Για τον ΣΥΡΙΖΑ του 27%, το αξιακό του φορτίο, τα αιτούμενα της περιόδου, την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής και την Ευρώπη


Ξεκινώντας, θα ήθελα ένα συνολικό σου σχόλιο για το αποτέλεσμα των δύο εκλογικών αναμετρήσεων.
Νομίζω ότι πρέπει να δούμε το αποτέλεσμα από δύο τουλάχιστον γωνίες. Η μία είναι της κοινωνίας και η άλλη, πιο στενά, της Αριστεράς. Από την πρώτη γωνία, οι εκλογές κατά κάποιον τρόπο συμπύκνωσαν –κάτι που δεν ήταν δεδομένο ότι θα συνέβαινε– τα δύο χρόνια του Μνημονίου. Κινητοποιήσεις πολλές αλλά ατελέσφορες όσον αφορά την επίτευξη αιτημάτων, διεκδικήσεις όλων των ειδών, ποικίλες...
εκφράσεις οργής ή απελπισίας, το Σύνταγμα, οι διαμαρτυρίες στις παρελάσεις και η κριτική, έμμεσα ή άμεσα, θεσμών υψηλού κμη και να ύρους έφτασαν να συμπυκνωθούν στην εκλογική μάχη. Να συμπυκνωθούν, ώστε να εκπροσωπηθούν.
Με αυτή την έννοια, η λεγόμενη αντιμνημονιακή ψήφος –που μοιράστηκε βέβαια, δεν πήγε μόνο στα αριστερά– ήταν πολιτική ψήφος. Ταυτόχρονα, η ψήφος, και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, ήταν ταξική ψήφος, με όρους πρωτοφανείς για την πρόσφατη ελληνική ιστορία. Είναι ενδεικτικό πώς η Αριστερά στους χώρους της φτώχειας –ας το πούμε έτσι– αποτελεί πλειοψηφική δύναμη.
Από τη δεύτερη γωνία, εκείνη της Αριστεράς, πρέπει να επισημάνουμε ότι όλη την προηγούμενη περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ στήριζε όσο μπορούσε τις κινητοποιήσεις, αλλά χωρίς να τις χειραγωγεί. Ήταν παρών, κάποιες φορές πρωταγωνιστικά, αλλά όχι με τη μορφή της καθοδήγησης ή της προσπάθειας χειραγώγησης. Νομίζω ότι και στις δύο εκλογές αναγνωρίστηκε αυτή η στάση. Τουλάχιστον έμμεσα. Έχουμε άρα να κάνουμε κατά βάση με ένα κοινωνικό ρεύμα που αναδεικνύει τον ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, και λιγότερο με αποτέλεσμα πολιτικής-οργανωτικής δουλειάς του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ. Η κοινωνία βρήκε σε αυτή την Αριστερά μια μορφή πολιτικής έκφρασης.

Με όσα λες, έχεις ήδη εν μέρει απαντήσει στην επόμενη ερώτηση, τους λόγους που ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ εκτινάχθηκε από το 4 στο 16 και στη συνέχεια στο 27%.

Η γενική εικόνα είναι, νομίζω, η εξής: η άνοδος από το 4 στο 12-13% ήταν κάτι μάλλον αναμενόμενο με βάση τα δεδομένα μέχρι την τελευταία βδομάδα των εκλογών. Από εκεί και πέρα, η εκτίναξη στο 17%, που συνιστά κάτι σαν ποιοτική διαφορά, συνδέεται με τη ρήση περί κυβέρνησης της Αριστεράς: δεν είμαστε μόνο δύναμη διαμαρτυρίας, δεν είμαστε απλώς των κινημάτων, είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας. Μετά τις πρώτες εκλογές, άρχισε να φαίνεται ότι αυτή η προοπτική είναι εφικτή. Έτσι, όλο το διάστημα μετά τις 6 Μαΐου, το δίλημμα για την κοινωνία ήταν: «Θέλουμε το ρίσκο αυτής της νέας μορφής διακυβέρνησης, που υπόσχεται να σαρώσει όλο το πολιτικό σκηνικό» ή «φοβόμαστε αυτό το ρίσκο»; Με άλλα λόγια, φόβος εναντίον ελπίδας, ελπίδα με διακινδύνευση ή «σιγουριά». Σιγουριά εξαιρετικά επισφαλής βέβαια, που μόνο αρνητικά, από φόβο, θα επέλεγαν όσοι πλήττονται από τα Μνημόνια.
Ο κόσμος που μας πλησίαζε μας προίκιζε με την εμπιστοσύνη ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και ο κόσμος αυτός δεν περίμενε ότι από την επομένη μιας εκλογικής νίκης θα αυξάνονταν οι μισθοί και οι συντάξεις. Περίμενε ότι εντίμως θα κάναμε ό,τι καλύτερο σε σχέση με αυτά, και επίσης ότι θα καταργομη και να ύσαμε την αθλιότητα της διαπλοκής και της διαφθοράς. Είναι πολύ χαρακτηριστικά e-mails που έφταναν στον ΣΥΡΙΖΑ: «Ακμη και και αν οδηγηθούμε στην οικονομική κατάρρευση, μας δίνει σιγουριά ότι εσείς θα έχετε κάνει το καλύτερο. Και ότι θα είστε εσείς στην εξουσία». Αυτό μας γέμιζε δύναμη. Και βέβαια μεγάλωνε την ευθύνη.

Υπήρχε, δηλαδή, μια ηθική, αξιακή υπεροχή;

Ακριβώς. Η χορδή που δονήθηκε ήταν το ηθικό φρόνημα: διεκδικώ την αξιοπρέπειά μου. Είναι μια δύναμη βαθιά ηθική, όχι στεγνά υλική. Άκουγα κάποιον να λέει στην τηλεόραση: «Είμαι άνεργος, δεν έχω τίποτα, αλλά είμαι πρόθυμος να δουλέψω δωρεάν για να φτιάξουμε τα νοσοκομεία». Αυτή είναι μια κρυμμένη δύναμη της ελληνικής κοινωνίας εδώ και πολλά χρόνια: αυτή έφτιαξε το ΕΑΜ και την Αντίσταση, αυτή κράτησε την κοινωνία όρθια σε όλες τις δύσκολες περιόδους.

Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, τα βασικά αιτούμενα της περιόδου που ανοίγεται;

Ενώ από τη σκοπιά «ιδιοτελώς» της Αριστεράς το 27% είναι τερατώδες ποσοστό, και βγαίνεις υπερήφανος στον δρόμο, ο κόσμος έζησε το αποτέλεσμα ως ήττα: πάλι τα ίδια, πάλι το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ στα πράγματα, τα μνημόνια συνεχίζονται, η κατάσταση δυσκολεύει περισσότερο. Και δεν είναι δεδομένο ότι ο κόσμος θα κινητοποιηθεί αμέσως· η κοινωνική κίνηση έχει τους δικούς της ρυθμούς, τις δικές της χρονικότητες. Οπότε για το επόμενο διάστημα, θα έβλεπα στην ημερήσια διάταξη τρεις κατευθύνσεις.
Πρώτη και βασική κατεύθυνση είναι η καλλιέργεια και η εμπέδωση δεσμών με τον κόσμο. Μετά από πρωτοβουλίες των τοπικών οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, με άξονα τα πραγματικά προβλήματα. Δηλαδή η οικοδόμηση δικτύων αλληλεγγύης παντού, ανάμεσα σε όσους πλήττονται από τα μνημόνια. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να οικοδομείται παράλληλα –ανοιχτά, ειλικρινά, γενναιόδωρα– ο νέος φορέας, το νέο πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς. Έχουμε φύγει από την κουβέντα «συνιστώσες, ποιες και πώς» και έχουμε κατακτήσει το ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ. Παρόλο που υπάρχει ακόμα μεγάλη οργανωτική αμορφία –κουβαλάμε παλιές δομές στην καινούργια κατάσταση– το πράγμα στο οποίο παραπέμπει το όνομα αυτό απαιτεί ρητά νέο πολιτικό υποκείμενο. Ο αναιμικός ΣΥΡΙΖΑ του παρελθόντος έχει ξεπεραστεί, όχι επειδή έχουν εισρεύσει νέα μέλη, αλλά λόγω νέων σχέσεων με τον κόσμο.
Η δεύτερη κατεύθυνση είναι ότι, ενόψει αυτού του νέου φορέα, χρειάζεται, πρώτον, μια διακήρυξη αρχών που θα αντιστοιχεί στο αξιακό φορτίο που δημιουργήθηκε, δεύτερον, ένα πρόγραμμα πιο λεπτομερειακό από αυτό που έχουμε, πρόγραμμα που θα οικοδομείται διαρκώς μέσα από τη σχέση με τον κόσμο, και, τρίτον, ένα λετουργικό καταστατικό που θα επιτρέπει σε όλους να μετέχουν διαπλαστικά στα πολιτικά πράγματα.
Η τρίτη κατεύθυνση είναι η στρατηγική στόχευση, η εις βάθος συζήτηση για τη στρατηγική του νέου υποκειμένου, με δεδομένη τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη και στον κόσμο. Με μια φράση: Τι μπορεί να σημαίνει στις παρούσες συνθήκες μια στρατηγική που οδηγεί στον σοσιαλισμό στην κλίμακα της Ευρώπης; Τεράστιο ζήτημα, αλλά πρέπει να αρχίσει να συζητιέται από σήμερα.

Ένα θέμα που έχει συζητηθεί αρκετά, ιδίως στον κόσμο της Αριστεράς, είναι η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στη συγκυβέρνηση.

Ας πιάσουμε το θέμα κάπως πλαγίως. Η πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς, στατικά, δεν είχε νόημα. Τα νούμερα δεν έβγαιναν. Η δυναμική της όμως ήταν μεγάλη, και οδήγησε στο αποτέλεσμα που ξέρουμε, αποτέλεσμα που δημιουργεί μια πρωτόγνωρη κατάσταση: ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ δεύτερο κόμμα, με μικρή διαφορά από το πρώτο, χωρίς –μιλώντας πάντα στατικά– συμμάχους. Στη συμβατική πολιτική τοπογραφία, έχει ουσιαστικά εμπεδωμένη την αριστερή του πλευρά, άρα έχει δυνατότητα διεύρυνσης μόνο προς τα δεξιά. Υπό τον απαράβατο όρο ότι παραμένει αριστερό, δεν γίνεται πολυσυλλεκτικό. Aυτό το χαρακτηριστικό ασκεί εκ των πραγμάτων μεγάλη πίεση και στο ΚΚΕ και στη ΔΗΜΑΡ.
Όλη η προεκλογική πορεία της ΔΗΜΑΡ έστελνε το μήνυμα ότι προτιμά να συμμαχήσει με τις «υπεύθυνες» δυνάμεις παρά με την Αριστερά. Αυτό δημιούργησε εντάσεις στο εσωτερικό της, αλλά μάλλον λίγες και σποραδικές. Εκτιμώ όμως ότι η θέση της είναι δύσκολη. Για την ίδια φαίνεται ανοιχτό το ερώτημα της ανασυγκρότησης ενός χώρου κεντροαριστεράς –βλέπε και τις διεργασίες στο ΠΑΣΟΚ– αλλά το τοπίο παραμένει πολύ ρευστό. Βασικός παράγοντας εδώ είναι η αναξιοπιστία του πολιτικού προσωπικού του ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη, το πολιτικό προσωπικό της ΔΗΜΑΡ δεν έχει υποστεί μεγάλη φθορά, αλλά δεν έχει βγει και στο προσκήνιο. Είναι ανοιχτό ερώτημα, σε επίπεδο στελεχικού δυναμικού και εσωτερικής λειτουργίας, το πώς θα εξελιχθεί η όλη κατάσταση. Εκτιμώ ότι υπάρχουν αρκετοί αριστεροί άνθρωποι στη ΔΗΜΑΡ, αλλά πλέον υπόκεινται στην κυβερνητική πολιτική. Και είναι ερώτημα, κυρίως για τους ίδιους, το πώς θα πορευτούν.

Ας προχωρήσουμε σε ένα εντελώς διαφορετικό και μεγάλο κεφάλαιο: Χρυσή Αυγή.

Οι μορφές αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής που είδαμε μέχρι τώρα αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές. Η μία ήταν η σιωπή, σαν να μην υπάρχει το φαινόμενο, και η δεύτερη ήταν το να την εμφανίσουμε για να εκτεθεί. Αλλά η πανελλήνια δικτύωσή της και η απήχησή της στα σχολεία δείχνουν ότι το φαινόμενο είναι πολύ πιο σύνθετο και απαιτεί πολύπλευρη αντιμετώπιση.
Δεν αρκεί η καταγγελία για τον ναζισμό της, για το «βαράω και δέρνω και σκοτώνω». Πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες της, αγγίζοντας ζητήματα εξαθλίωσης, ειδικής κουλτούρας, οικογενειακών δυσκολιών. Θυμάμαι τον Βίλχελμ Ράιχ και τη Μαζική ψυχολογία του φασισμού· χρειαζόμαστε μια πολιτική που να προσπαθήσει να συλλάβει και να αντιμετωπίσει τέτοια θέματα. Το φαντασιακό, τη σεξουαλικότητα κλπ.
Σκέφτομαι δύο τρόπους. Πρώτον, αφοσιωμένοι δάσκαλοι που μπορούν να αντιληφθούν τι γίνεται, να συνεννοηθούν με τις οικογένειες, με τους συμμαθητές –ας μη χαρίζουμε αμέσως όποιο παιδί φλερτάρει για τους δικούς του λόγους με τέτοιες ιδέες στον φασισμό.
Δεύτερον, δουλειά στις γειτονιές: δεν είναι η Χρυσή Αυγή εκείνη που βοηθάει τους γέροντες. Πρέπει να το κάνει η Αριστερά, σε επίπεδο δικτύων αλληλεγγύης. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να συμβάλουμε αποφασιστικά στο να ξεπεραστεί η διάκριση Έλληνες-μετανάστες: η αλληλεγγύη στους φτωχούς, σε όσους έχουν ανάγκη, μπορεί να είναι το ενοποιητικό νήμα.
Ασφαλώς, οι Έλληνες μπορεί να γίνουν ρατσιστές, όπως όλοι οι λαοί. Ωστόσο, υπάρχουν ιστορικά αποθέματα αλληλεγγύης στη βάση της πείνας που πέρασε ο ελληνικός λαός, αποθέματα μνήμης από τους έλληνες εργάτες στη Γερμανία και στα ορυχεία του Βελγίου, ισχυρά αποθέματα ανθρωπιάς. Στηριζόμενοι σε τέτοια αποθέματα, οφείλουμε να διαμορφώσουμε μια πολιτική που δεν χαρίζει τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής όλους μαζί πακέτο στον ναζισμό, που απομονώνει τον Μιχαλολιάκο και τους μπράβους του.

Μπορεί να υπάρξει ένα «συνταγματικό τόξο» για την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής;

Ήταν εντυπωσιακή η καμπάνια της Ν.Δ. στις δεύτερες εκλογές. Καλλιέργησε τον φόβο σε όλα τα επίπεδα, φόβο για τον μετανάστη, τον ξένο, την εγκληματικότητα, την κατάρρευση, την καταστροφής που θα φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτό το κλίμα υποσχέθηκε πολύ σκληρά μέτρα για τους μετανάστες. Αυτό φτιάχνει ρατσισμό. Άρα, τουλάχιστον έμμεσα, γιατί βέβαια δεν θεωρώ τον Σαμαρά φασίστα, η Ν.Δ. πριμοδοτεί τη Χρυσή Αυγή. Έτσι, ένα συνταγματικό τόξο ενάντια στη Χρυσή Αυγή δεν οικοδομείται εύκολα, ιδίως όταν προεκλογικά διακινήθηκε κατά κόρον η θεωρία των «δύο άκρων».
Επιπλέον, στο πολύ κρίσιμο ζήτημα των σχέσεων Χρυσής Αυγής-αστυνομίας –που ήρθε στην επιφάνεια με την ψήφο σε εκλογικά τμήματα αστυνομικών– η Ν.Δ., αλλά και το ΠΑΣΟΚ δεν επιδεικνύουν στην πράξη την καθαρότητα που θα επέτρεπε την ομόθυμη πολιτική αντιμετώπιση του φαινομένου. Μπορεί στα λόγια πολλοί να λένε ότι επιθυμούν ένα συνταγματικό τόξο ενάντια στη Χρυσή Αυγή, αλλά η πολιτική πράξη λέει άλλα.

Kλείνοντας, ας επανέλθουμε στις εκλογές, στη σημασία και την απήχησή τους στην Ευρώπη.

Ήταν πρωτοφανής η διεθνής απήχηση των ελληνικών εκλογών και απολύτως εντυπωσιακό το ενδιαφέρον που προκάλεσε παγκοσμίως, και όχι μόνο στην Ευρώπη, το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς το ενδιαφέρον ήταν άμεσα συναρτημένο με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι ενταγμένη στην ευρωζώνη.
Μ’ αυτή την έννοια, ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ ανέλαβε εκ των πραγμάτων ένα μείζον διεθνιστικό καθήκον: ενδεχόμενη νίκη του θα σήμαινε ήττα της πολιτικής της πανευρωπαϊκής λιτότητας, όπως την προωθεί κυρίως η Γερμανία. Θα τολμούσα μάλιστα να ισχυριστώ ότι, παρά τα «διπλωματικά» παιχνίδια του Ολάντ με τον Βενιζέλο, οι σοσιαλδημοκράτες δεν θα κακόβλεπαν μια τέτοια εξέλιξη.
Να σημειώσω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ διεκδικεί κατά βάσιν τρία πράγματα. Πρώτον, να σταματήσει εδώ ο κατήφορος της ελληνικής κοινωνίας: καταψηφίζουμε τους εφαρμοστικούς νόμους, καταργούμε το Μνημόνιο, και ανοίγουμε συζήτηση με την Ευρώπη για το πασιφανώς ευρωπαϊκό ζήτημα του χρέους. Δεύτερον, αλλάζουμε ριζικά το κράτος, εμπιστευόμαστε την πολύ μεγάλη πλειοψηφία όσων εργάζονται εκεί και ασφυκτιούν από την κομματικοποίηση και την αναξιοκρατία και ζητάμε από όλο τον κόσμο να συμβάλει ενεργά στη ριζική αναδιοργάνωσή του για το κοινό καλό. Τρίτον, υπηρετούμε τα διεθνιστικά καθήκοντά μας, όπως έχουν αναδειχθεί από τα πράγματα.
Τώρα, όσα διεκδικούμε σχετικά με την αλλαγή του κράτους ίσως φαίνονται υπερβολικά ρεφορμιστικά, καθόλου ριζοσπαστικά για έναν αριστερό κλασικής κοπής. Ωστόσο, ένα τέτοιο αίτημα συνοδεύει το ελληνικό κράτος κυριολεκτικά από την ίδρυσή του. Ούτε ο Καποδίστριας ούτε ο Τρικούπης ούτε ο παλιός Βενιζέλος ούτε κανένας μετά μπόρεσε να το ικανοποιήσει. Από την ίδρυσή του, το ελληνικό κράτος εκλαμβάνεται ως ξένο και αντιμετωπίζεται εχθρικά από τους πολίτες, ενώ ταυτόχρονα παρείχε ασφάλεια και λογής προνόμια σε όσους από τους υπαλλήλους του επεδείκνυαν αμέριστη πίστη στα εκάστοτε κομματικά κελεύσματα. Έτσι, πράγματα που στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης είναι κατακτημένα εδώ μοιάζουν με ουτοπία. Την ουτοπία αυτή θέλουμε να πραγματοποιήσουμε. Αλλά η ουτοπία δεν πραγματοποιείται από μια κυβέρνηση. Ούτε καν της Αριστεράς. Η ουτοπία πραγματοποιείται μόνο με την ενεργό συμμετοχή των πολλών. Με αυτή την έννοια, το αίτημα μπορεί να φαίνεται ρεφορμιστικό, αλλά η διαδικασία που μπορεί να το υλοποιήσει είναι πραγματικά ριζοσπαστική, για να μην πω επαναστατική. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί απλώς να ανοίξει τον δρόμο, να σηκώσει το καπάκι.
Να προσθέσω και κάτι ακόμη. Η Ελλάδα ως οικονομικό πειραματόζωο έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της: είναι πλέον εμφανές σε όλους το πλήρες αδιέξοδο όπου οδηγούν τα προγράμματα λιτότητας. Όχι μόνο στην Ελλάδα που μπήκε πρώτη στο χορό και πληρώνει τα περισσότερα, άλλα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Αλλά η Ελλάδα δεν εξάντλησε ακόμη τη λειτουργία της ως πολιτικό πειραματόζωο. Κάθε άλλο. Η προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς στην Ελλάδα που θα διεκδικήσει την εθνική αξιοπρέπεια και την κοινωνική δικαιοσύνη οικοδομεί όρους για ένα πολιτικό ντόμινο στην Ευρώπη με εντελώς άδηλη έκβαση. Αυτή είναι η νέα φάση του πειράματος. Ιδίως όταν η Μέρκελ λέει πλέον καθαρά ότι, για να προχωρήσει σε ευρωομόλογα και τα συναφή, απαιτεί εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Δηλαδή πολιτική πλέον ηγεμονία της Γερμανίας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αλλά επειδή αυτό σχεδόν ισοδυναμεί με προετοιμασία για την κήρυξη πολέμου, ο ίδιος ο πειραματιστής αλλάζει. Όχι μόνον οι κυβερνήσεις που δεν διατίθενται να εκχωρήσουν εθνική κυριαρχία αντιστέκονται, αλλά οι ίδιοι οι λαοί έχουν αρχίσει να πειραματίζονται, δηλαδή να αχνοβλέπουν ένα καινούργιο μέλλον, τον άλλο κόσμο που αρχίζει να φαίνεται εφικτός. Και εδώ η μοίρα έφερε την Ελλάδα στην πρώτη γραμ’η. . Παρά το ότι το οικονομικό ενδιαφέρον έχει προσωρινά στραφεί προς την Ισπανία και την Ιταλία, το πολιτικό ενδιαφέρον παραμένει εστιασμένο στην Ελλάδα. Γιατί εδώ έχει αρχίσει να παίζεται με εντελώς νέους όρους το πολιτικό παιχνίδι, το κατεξοχήν κρίσιμο παιχνίδι. Είναι βέβαιο πως τις μέρες που έρχονται δεν θα πλήξουμε.

Τη συνέντευξη πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου