του Παν. Αθανασιάδη και της Στ. Συράκου* |
Η ίδια η πραγματικότητα τα έφερε τελικά έτσι, ώστε τα εικοστά γεννέθλια του ενιαίου Συνασπισμού να συμπέσουν με την έναρξη της διαδικασίας συγκρότησης του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ.
Η διαδικασία μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ από μετωπικό σχήμα σε ενιαίο κομματικό φορέα δεν είναι παρά η απόπειρα απάντησης στα ερωτήματα που έβαλαν αφενός η γεωμετρική αύξηση της επιρροής του στην ελληνική κοινωνία και αφετέρου τα τρομακτικά αδιέξοδα που...
γεννά για τα λαϊκά στρώματα η κρίση που διέρχεται ο καπιταλισμός σε πανευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο της.Στο βαθμό που η τρέχουσα καπιταλιστική κρίση ξεγυμνώνει το φιλελεύθερο ιδεολόγημα περί της δήθεν ικανότητας του καπιταλισμού να εγγυηθεί τη συνολική ευημερία των κοινωνιών, χρέος της Αριστεράς είναι να επικαιροποιήσει το νόημα του σοσιαλισμού, να επιχειρήσει να του δώσει θεωρητικό και πρακτικό περιεχόμενο και μορφή και να συμβάλει στη ριζοσπαστικοποίση των λαϊκών στρωμάτων, προκειμένου να ανοίξει δρόμους για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Προκειμένου, όμως, μια τέτοια προσπάθεια να έχει αξιώσεις επιτυχίας, και άμεσο καθήκον της ελληνικής αριστεράς αποτελεί να κερδίσει το στοίχημα της ανακοπής της πορείας εξαθλίωσης του ελληνικού λαού, το οποίο φαίνεται πως θα περάσει πολύ σύντομα μέσα από τη δοκιμασία της διακυβέρνησης και το οποίο κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, αν αναλογιστεί κανείς τις ιδιόμορφες και σε μεγάλο βαθμό πρωτοφανείς συνθήκες που δημιουργούν τόσο η εξαιρετικά μεγάλη αλληλεξάρτηση των οικονομιών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, όσο και ο διεθνής συσχετισμός δύναμης.
Οι δύο παραπάνω άξονες συνιστούν και τα επίδικα της συγκυρίας πάνω στα οποία προκύπτει η ανάγκη μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ από μετωπικό σχήμα σε ενιαίο κόμμα, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την απάντηση στο ερώτημα «τι κόμμα χρειαζόμαστε;» (και όχι τι θέλουμε / θέλει ο καθένας).
ΤΙ ΚΟΜΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ
Ξεκινώντας τη συζήτηση για το τι κόμμα χρειαζόμαστε, εκτός του να προσδιορίσουμε τα καθήκοντα του νέου φορέα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τα δεδομένα που ισχύουν στο εσωτερικό της Αριστεράς τη δεδομένη στιγμή.
Μια τέτοια απόπειρα μας φέρνει κατευθείαν πάνω στην πραγματικότητα του κατακερματισμού της αριστεράς ο οποίος πρώτα και κύρια σηματοδοτεί την αδυναμία των θεωρητικών εργαλείων των διάφορων ρευμάτων της να δώσουν έτοιμες απαντήσεις στα σύγχρονα ζητήματα που ανακύπτουν στα πλαίσια της ταξικής πάλης, καθιστώντας ανέφικτη τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου στη βάση της ιδεολογικής καθαρότητας. Αντίθετα, επιβάλουν για μία ακόμα φορά την επιλόγη της δημιουργίας ενός κόμματος πολιτικής ενότητας, το οποίο θα ανοίξει έναν νέο κύκλο ανασύνθεσης της αριστεράς, στηριζόμενο στη λειτουργία των ιδεολογικών τάσεων στο εσωτερικό του.
Αυτό επ’ ουδενί λόγο σημαίνει ότι το νέο κόμμα θα πρέπει να είναι ιδεολογικά ασπόνδυλο, αντίθετα, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν εξ’ αρχής το κεντρικό στίγμα του νέου υποκειμένου, το οποίο προφανώς και θα τελεί υπό διακύβευση στα πλαίσια των ζυμώσεων και των συμπερασμάτων που θα προκύπτουν όσο ο ενιαίος ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θα μεγαλώνει ηλικιακά και θα ωριμάζει πολιτικά.
Η επιλογή του στίγματος του νέου κόμματος, η οποία απαντά εν πολλοίς και στο ερώτημα για το «τι κόμμα χρειαζόμαστε» δεν μπορεί, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, παρά να γίνει με κριτήρια τις ανάγκες της γέννησης του αλλά και το ρόλο που καλείται να επιτελέσει.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο και όντας κοινώς αποδεκτό ότι η ιδέα για τη μεσομακροπρόθεσμη διαμόρφωση ενός ανθρώπινου καπιταλισμού έχει ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα, οδηγώντας, μεταξύ άλλων τα κόμματα της σοσιαλιστικής διεθνούς στην απαξίωση και τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη τους, το νέο κόμμα θα πρέπει να τραβήξει μία κόκκινη γραμμή απέναντι στην προοπτική υιοθέτησης της σοσιαλδημοκρατικής ταυτότητας, ως κεντρικού του στίγματος.
Αντίθετα θα πρέπει να διαμορφώσει τη φυσιογνωμία του πατώντας πάνω στη μαρξιστική παράδοση, η οποία έχει στον πυρήνα της το άγχος της ανατροπής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ο οποίος δείχνει σιγά-σιγά τα όρια του και ως εκ τούτου το πιο αποκρουστικό του πρόσωπο), συνεχίζοντας παράλληλα να εμβαθύνει θεωρητικά και να πειραματίζεται πρακτικά σ’ εκείνες τις μορφές πάλης και δομές οργάνωσης που ριζοσπαστικοποιώντας την κοινωνία θα καταστήσουν εφικτή βραχυπρόθεσμα την αναχαίτιση της επίθεσης της αστικής τάξης και μεσομακροπρόθεσμα τη σοσιαλιστική μετάβαση.
Ως προς το τελευταίο θα ήταν μάλλον παράδοξο να πιστέψει κανείς ότι αυτή μπορεί να γίνει πράξη εάν πρώτα δεν επιτευχθεί η ουσιαστική υπέρβαση του κατακερματισμού της αριστεράς και ως εκ τούτου, ο νέος φορέας θα πρέπει να φέρει εκείνα τα χαρακτηριστικά κι εκείνη τη φυσιογνωμία που θα τον κάνουν ταυτόχρονα καταλύτη της ανασύνθεσης όχι μόνο της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά του ευρύτερου δυνατού κομματιού της τελευταίας, αν όχι ολόκληρης.
ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΑΖΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
Τέλος ένας ακόμα παράγοντας που σχετίζεται με τη συγκρότηση του νέου κόμματος είναι αυτός που αφορά στη μαζικότητα του, ζήτημα που τίθεται εκ των πραγμάτων από το μέγεθος των στόχων που το νέο υποκείμενο θα κληθεί να υπηρετήσει όσο και της εκλογικής και πολιτικής του επιρροής, όπως αυτή καταγράφηκε στις τελευταίες εκλογές.
Μάλιστα στο άνοιγμα των συζητήσεων για τη συγκρότηση του ενιαίου κόμματος, μπορεί κανείς να διακρίνει την έντονη και γνήσια αγωνία πολλών συντρόφων και συντροφισσών, η οποία αντανακλάται και στις διάφορες σκέψεις που έχουν κατατεθεί για τη φυσιογνωμία, τα χαρακτηριστικά και την οργανωτική δομή του νέου φορέα, προκειμένου αυτός να μπορέσει να εγκολπώσει στις τάξεις του το ταχύτερο δυνατό τον μέγιστο αριθμό κόσμου από το 1,6 εκατ. πολιτών που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ.
Με τη συγκεκριμένη αγωνία να είναι εξόχως εύστοχη και σημαντική, οι προσπάθειες όλων θα πρέπει να είναι στραμμένες στη γρήγορη αλλά όχι βιαστική μαζικοποίηση του σχήματος. Χρησιμοποιώντας έναν παραλληλισμό από το χώρο του αθλητισμού, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εγχείρημα που δεν αποτελεί αγώνα ταχύτητας αλλά κούρσα ημιαντοχής.
Προκειμένου, λοιπόν, το νέο κόμμα να αποκτήσει την αντοχή για να κάνει στο σπριντ της τελικής ευθείας, θα πρέπει, πρώτα, να ενιχσύσει τη φυσική του κατάσταση. Με άλλα λόγια θα πρέπει να ενισχύσει τη θεωρητική του συνοχή και συγκρότηση, τη στελεχιακή του διάρθρωση και το ριζοσπαστικό του χαρακτήρα, διαμορφώνοντας αυτά τα αφετηριακά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά που θα κάμψουν το σκεπτικισμό τόσο εκείνων που, αν και επέλεξαν να στηρίξουν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και όχι τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς που ψήφισαν στις εκλογές της 6ης Μάη ή και παλαιότερα, δεν έκαναν το βήμα να οργανωθούν στις τάξεις του όσο και των πιο πρωθημένων κομματιών του κόσμου που απεγλωβίστηκε από τον πάλαι ποτέ δικομματισμό.
Αυτό επ’ ουδενί λόγο σημαίνει ότι θα πρέπει να λειτουργήσει φοβικά ή αμυντικά απέναντι σε μια ενδεχόμενως μεγάλη μάζα του εκλογικού του σώματος που θα θελήσει άμεσα και με όρεξη να αποκτήσει την ιδιότητα του μέλους, αντίθετα το ορατό αυτό σενάριο γεννά πρόσθετες ανάγκες που αφορούν τον οργανωτικό σχεδιασμό του νέου κόμματος προκειμένου όλη αυτή η λαϊκή διαθεσιμότητα να αξιοποιηθεί στο έπακρο και να διοχετευτεί με αποτελεσματικότητα στους κοινωνικούς αγώνες του επόμενου διαστήματος.
Σε ότι αφορά δε τα οργανωτικά του νέου κόμματος, και έχοντας πάντα υπόψη ότι το οργανωτικό βρίσκεται σε διαλεκτική αληλλεπίδραση με το πολιτικό, ένα ξεχωριστό κεφάλαιο και μάλιστα αυξημένης βαρύτητας συνιστά η νεολαία του νέου κόμματος.
Τρίτη 17 Ιουλίου 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου