Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Μερικές σκέψεις με αφορμή ένα αχτίφ της ΕΠΟΝ το Νοέμβρη του ’44.

των Κώστα Γούση και Θάνου Ανδρίτσου

Η ΕΠΟΝ πρωταγωνίστησε στα συσσίτια και τα καθημερινά βιοποριστικά προβλήματα, αλλά και σε μια μεγάλη πολιτισμική αναγέννηση, μια άλλη πρόταση ζωής, που με τις Λέσχες και τις πρωτοβουλίες της έφερνε τη νέα γενιά σε επαφή με την τέχνη και τη δημιουργία. Η ΕΠΟΝ καθημερινά αντιμετώπιζε το θάνατο που παραμόνευε σε κάθε βήμα, αλλά κατάφερνε να
εμπνέεται, να διαπαιδαγωγεί και να διαπαιδαγωγείται με έναν ασυγκράτητο ενθουσιασμό γύρω από μια άλλη προοπτική. Πολεμούσε και τραγουδούσε γι’ αυτή την άλλη προοπτική.

Αυτό δηλαδή που οι εκμεταλλευτές μας και τα μεταμοντέρνα φληναφήματα πήγαν βίαια να στερήσουν από την εποχή μας, την προοπτική. Ποιά ήταν όμως η ΕΠΟΝ και οι τόσες πολλές χιλιάδες που στρατεύτηκαν μαζί της; Υπάρχει η τάση πολλές φορές στην αριστερά να στεκόμαστε απέναντι στην ιστορία με σεβασμό αλλά και με μια αίσθηση εξιδανίκευσης, η οποία λειτουργεί σαν άλλοθι για να τα έχουμε καλά με τη συνείδησή μας και τον περιορισμένο ορίζοντα των συλλογικών φιλοδοξιών μας. Η εποποιία του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ μετατρέπεται τότε σε κάτι εξωπραγματικό που μπορείς να το θαυμάσεις, αλλά όχι να διανοηθείς να του μοιάσεις. Όλα προσλαμβάνονται σε ένα μέτρο πέραν αυτού που μπορείς να διανοηθείς πόσο μάλλον να αποπειραθείς να επαναλάβεις στις νέες συνθήκες κ.ο.κ. Κι όμως, αυτό που διδάσκει η ιστορία, ιδωμένη ως πάλη των τάξεων, είναι ότι οι καθημερινοί άνθρωποι είναι αυτοί που γίνονται κοινωνοί των μεγάλων γεγονότων. Οι άνθρωποι με τους φόβους τους, τα πάθη τους, τις αδυναμίες τους ενσαρκώνουν την ανεξάντλητη ιστορική πρωτοβουλία αυτών των τόσο συχνά αναφερόμενων μαζών.

Αλήθεια, η έκθεση του αχτιφ της ΕΠΟΝ δε θυμίζει κάτι από σημερινές αντίστοιχες διαδικασίες της αριστεράς;

Η διαδικασία που δεν αρχίζει στην ώρα της, η εισήγηση που μπορεί να έχει υπερβολές ή και ανακρίβειες, οι λίγες τοποθετήσεις κυρίως απ΄όσους είναι σε όργανα, τα βασανιστικά 5λεπτα στα οποία δεν προλαβαίνεις ποτέ να πεις αυτά που θέλεις, το διαρκές ανικανοποίητο που αφήνουν συχνά τα αχτίφ; Ή οι κάθε φορά διαβεβαιώσεις κι αποφάσεις ότι θα ξαναγίνει πιο ολοκληρωμένη διαδικασία, ότι όλα θα είναι καλύτερα εάν θα είμαστε στην ώρα μας κ.ο.κ. Κι τέλος αυτό το γλέντι που πολλές φορές περιμένουν όλοι ανυπόμονα να τελειώσει η διαδικασία για ν’ αρχίσει.

Προφανώς, κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι στη δικιά του οργάνωση αυτά δε γίνονται και ότι συμβαίνουν μόνο σε χώρους του οπορτουνισμού. Κάποιος άλλος θα μπορούσε να φρίξει με την αναλογία. Τι σχέση μπορεί να έχει το πρώτο αχτιφ μετά την απελευθέρωση και η δίψα για ψυχαγωγία μετά από την κατοχή και τον πόλεμο με τα σημερινά αχτιφ πριν πχ. από μια μεγάλη απεργία ή η δίψα για γλέντι που μπορεί να καταγγελθεί σήμερα ότι μικροαστικά έπεται απλά του προηγούμενου γλεντιού σε μια ατέρμονη διαδοχή; Κάποιος τρίτος θα μπορούσε με ένα αυστηρό ύφος – που του το επιτρέπει η εκ των υστέρων γνώση του πως εξελίχθησαν τα ιστορικά γεγονότα – να αποδώσει πολιτικές ευθύνες για το γεγονός ότι είναι μόλις δυο βδομάδες πριν ξεσπάσουν τα Δεκεμβριανά και δεν υπάρχει καμία αντίστοιχη εκτίμηση, συζήτηση και προετοιμασία στο αχτίφ. Όλες οι αιτιάσεις μπορούν να δικαιωθούν σε δευτερεύουσες πλευρές τους αν θελήσει κάποιος ένθερμα να τις υποστηρίξει. Σίγουρα προβλήματα σε διαδικασίες δεν απαντώνται με τον ίδιο τρόπο ή με την ίδια ένταση σε όλες τις οργανώσεις. Επίσης, οι ευθείες ιστορικές αναλογίες όντως κλίνουν πιο πολύ προς ανιστόρητους φορμαλισμούς. Τέλος, οι ευθύνες της προετοιμασίας της καθοδήγησης του ΚΚΕ μπροστα στα Δεκεμβριανά σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο είναι αδιαμφισβήτητες.

Απ’ την άλλη όμως, η βασική πλευρά είναι ότι το να κρίνεις εκ των υστέρων και να εξισώνεις με έναν ισοπεδωτικό τρόπο πχ. το Σιάντο με έναν Τομέα της ΕΠΟΝ δείχνει μια ευκολία που δεν αντλεί ιστορικά διδάγματα, αλλά αυτοεπιβεβαιώσεις. Όσον αφορά τις αναλογίες, η τόσο ραγδαία αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών την τελευταία τριετία στην Ελλάδα των συγκυβερνήσεων, της τρόικας και των μνημονίων επιβάλλει προσεγμένες διατυπώσεις και θέτει το ερώτημα. Είναι ίδιος ο τρόπος που θα αναφερόμασταν στην ιστορική επικαιρότητα της ΕΠΟΝ πριν από μια δεκαετία και σήμερα; Η απάντηση εξαρτάται από τη συναίσθηση των καθηκόντων της στιγμής. Και τέλος, ακόμη και σε αχτιφ που ξεκινάνε στην ώρα τους, μιλάνε όλοι και φεύγουν με αίσθηση πληρότητας, ας κρατάνε μια πισινή για το πόσο πλήρεις θα φαντάζουν οι εκθέσεις τους στον ορίζοντα μιας εκ των υστέρων ιστορικής γνώσης του πως εξελίχθηκαν τα πράγματα στην Ελλάδα τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, και μάλιστα με το ύφος της προσφιλούς μας αυστηρής κριτικής…

Πού θέλουμε να καταλήξουμε με αυτές τις σκέψεις; Πρώτον, στο ότι έχουμε υποτιμήσει την ιστορική παρακαταθήκη της δράσης του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ. Υπάρχει μια περιοριστική αντίληψη που ως αντιφασιστική πάλη αντιλαμβάνεται μονοδιάστατα πολεμικές μάχες στα βουνά. Και όντως αυτή ήταν μια κεντρική και ηρωική πλευρά της πάλης. Έχουμε όμως πολλά να αντλήσουμε και από το πως οργανώθηκε η επιβίωση στις πόλεις. Έχουμε να μάθουμε από τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης, τις απεργίες και τις μάχες οδοφραγμάτων που ήταν μορφές πάλης που λύγισαν τους ναζί και στην περίπτωση των συσσιτίων και της επιστράτευσης και όλων των βιοποριστικών προβλημάτων. Από το πρωτοπόρο φοιτητικό κίνημα που κήρυξε την πρώτη νικηφόρα πανσπουδαστική απεργία που κηρύχτηκε σε Αθήνα – Πειραιά στις 17 Νοεμβρίου του 1941. Να επεξεργαστούμε τον ιδιαίτερο ρόλο της νέας γενιάς σε όλη αυτή την πάλη και το πολύπλευρο χαρακτήρα της συγκρότησης και στράτευσης της.

Και όσον αφορά τέλος την έκθεση για το αχτιφ που αποτέλεσε και την αφορμή αυτών των σκέψεων, δε σημαίνει ότι μπορεί να λειτουργήσει σαν άλλοθι για κάθε προβληματική διαδικασία σήμερα. Σημαίνει όμως ότι σε τελική ανάλυση μπορεί, παρά τις λίγες δυνάμεις και τα οργανωτικά προβλήματα, αν ανταποκριθείς στα καθήκοντα της στιγμής, να πάρεις μια πρωτοβουλία που να στρατεύσει εκατοντάδες χιλιάδες. Είναι αυτό που λέγανε οι κλασσικοί ότι “δεν πας από την πλειοψηφία στην ηγεμονία, αλλά από την ηγεμονία στην πλειοψηφία”. Σημαίνει επίσης όμως ότι είναι άλλο να έχεις προβλήματα στη διαδικασία ενός τομέα μιας οργάνωσης εκατοντάδων χιλιάδων και άλλο σε οργανώσεις που αριθμούν συνολικά όσα μέλη έχει ο συγκεκριμένος τομέας. Κι αυτό όχι για να επιβεβαιωθεί κάποιος – άλλωστε μόνον η ΕΠΟΝ θα μπορούσε – αλλά για να αντιληφθούμε ποιον ορίζοντα προσδοκιών πρέπει να θέσουμε μπροστά μας.

Σ’ αυτόν το σημερινό ορίζοντα της γάγγραινας της ανεργίας για τη νεολαία, της παρακμής, των αχρηστευμένων δεξιοτήτων και των ματαιωμένων συλλογικών προσδοκιών χρειάζεται να οργανωθεί η σύγχρονη μάχη της επιβίωσης μαζί με την ανασύσταση ενός συλλογικού ορίζοντα μιας νέας μεγάλης προσδοκίας. Μιας εργατικής και νεολαϊίστικης πολιτικής – οικονομικής και κοινωνικής διεξόδου από την κρίση και το καπιταλιστικό σύστημα που τη γεννάει, αλλά κι ενός γιγαντιαίου έργου μιας πολύπλευρης διανοητικής και πολιτισμικής αναγέννησης σε όλα τα πεδία της καθημερινής ζωής, ενός νέου μαζικού ενθουσιασμού γύρω από μια διαφορετική προοπτική.

Τι θα σήμαινε σήμερα μια νέα ΕΠΟΝ; Τι θα έλεγε; Τι θα έκανε; Πολλά μπορεί κανείς να σκεφτεί. Το σίγουρο όμως είναι ότι πρέπει να σκεφτόμαστε έτσι. Και αν αναμετρηθούμε με αυτά τα ερωτήματα και τα καθήκοντα θα κάτσουμε περισσότερο να δούμε τι διδάσκει η ιστορία. Ότι δεν υπήρξε ποτέ εξεγερτικό και επαναστατικό ρεύμα που να μην βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του και η νέα γενιά. Γιατί συνέβαινε αυτό; Ήταν μόνο ο αυθορμητισμός, ο ηρωισμός, η αφέλεια, ο αντικομφορμισμός της νεολαίας; Ήταν και αυτά, αλλά ήταν και κάτι βαθύτερο. Ότι η νέα γενιά έχει δικό της το μέλλον, ότι η στράτευση της είναι εξ αντικειμένου πιο στρατηγική, πιο συνολική, πιο μακροχρόνια. Μερικές φορές, παρουσιάζεται αυτό σαν μια νεανική επαναστατικότητα που μετά ξεθυμαίνει. Είναι και έτσι ορισμένες φορές.

Άλλα αυτό αποκρύβει το σημαντικότερο: Ότι η επανάσταση, ο κομμουνισμός που είναι «τα νιάτα του κόσμου», είναι εξ αντικειμένου πιο κοντά σε αυτούς που θα ζήσουν το «κοινό μας όνειρο». Ας κρατήσουμε αυτό το μάθημα, βλέποντας ότι σήμερα το νεολαιίστικο κίνημα πρέπει να αναγεννηθεί, γνωρίζοντας ότι μέχρι στιγμής δεν έχει βρει σε επαρκή βαθμό τη θέση που του αρμόζει στη συνολική κοινωνική αναμέτρηση. Να θυμόμαστε όμως ότι μπορεί δυσκολότερα η νέα γενιά να βρει τον τρόπο, μέσα στην ανασφάλεια και την απόγνωση, να αποκτήσει τη δική της φωνή, αλλά όταν τη βρει θα είναι πιο ηχηρή και πιο επαναστατική. Μπορεί η συνδικαλιστική διεκδίκηση να φαντάζει κάτι μακρινό για κάποιον που αποκλείεται από την κοινωνική ζωή, αλλά εάν καταφέρει η αυριανή βάρδια της εργατικής τάξης να φτιάξει την πολιτική ραχοκοκκαλιά της, η στράτευσή της θα είναι πιο στρατηγική και η αντισυστημική της στάση και το φλογερό της πάθος μπορεί να δώσει ώθηση και να φλογίσει και το ασίγαστο πάθος της υπόλοιπης κοινωνίας. Ας μην υποτιμήσουμε λοιπόν αυτόν τον ευαίσθητο σεισμογράφο των συνολικών κοινωνικών αναταράξεων, πόσο μάλλον στη σημερινή συγκυρία που καθημερινά πιάνουμε στα χέρια μας την ίδια την ιστορία.

Σε όλη αυτή την κολοσσιαία προσπάθεια στην οποία θα κριθούμε – και κρινόμαστε – ήδη όλοι σαν άτομα και συλλογικότητες θα υπάρχει πάντοτε το ίχνος της ΕΠΟΝ και του Ιερού Λόχου “Λόρδος Μπάιρον”. Από τα Εξάρχεια, το Σύνταγμα και τις φτωχογειτονιές της Καισαριανής μέχρι το Κολωνάκι που στα Δεκεμβριανά ήταν στα χέρια του Σκόμπι και του Παπανδρέου. Ακόμη και στο Κολωνάκι όμως, αυτά τα παιδιά που ανυπομονούσαν να γλεντήσουν μετά το αχτίφ στις 22 του Νοέμβρη, δυο βδομάδες μετά τραγούδησαν και πέθαιναν πολεμώντας το στρατό του Σκόμπυ και των ντόπιων συνεργατών του. Πολεμώντας και τραγουδώντας μέχρι τη νίκη!

ηλέσχη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου