Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

άρθρο- Η Αριστερά και το "μέτωπο"

του
Βαγγέλη Αντωνίου

Το παρακάτω κείμενο φιλοδοξεί να συμβάλει στην ευρύτερη συζήτηση που διεξάγεται καιρό τώρα στους κόλπους της αριστεράς και σε χώρους των ριζοσπαστικών κινημάτων για την αναγκαιότητα, την ευρύτητα, τη φυσιογνωμία και το πρόγραμμα του «μετώπου», νοούμενου ως του...
υποκείμενου εκείνου που θα συσπειρώσει την ευρύτερη δυνατή λαϊκή πλειοψηφία, θα εμψυχώσει, θα στηρίξει, θα πυροδοτήσει ένα νέο κύμα λαϊκής αντίστασης και θα διαμορφώσει όρους νικηφόρας προοπτικής.

Έχει ειπωθεί επανειλημμένα - και όχι άστοχα - ότι οι δυνάμεις που εκφωνούν την αναγκαιότητα του μετώπου, επί της ουσίας το ορίζουν η καθεμία αυτοαναφορικά, εξαγγέλλει ο καθένας το δικό του μέτωπο, με αποτέλεσμα τα επιμέρους «μέτωπα» να είναι ασύμπτωτα, ένα ευρύτερο ακροατήριο να παρακολουθεί αμήχανα μια ανούσια «μετωπολογία», από την οποία δεν λείπουν και οι εκατέρωθεν αντεγκλήσεις απέναντι στους «ανθενωτικούς», τους οπορτουνιστές, τους «πλατφορμιστές», τους «σεχταριστές» κ.ό.κ. και εντέλει το μέτωπο να παραμένει ζητούμενο.

Έχει επίσης ειπωθεί εύστοχα ότι το μαύρο μέτωπο της εξουσίας, την ίδια στιγμή που, αντιμέτωπο με τις συνέπειες της βάρβαρης πολιτικής του, απονομιμοποιείται με ραγδαίους ρυθμούς στη λαϊκή συνείδηση, εντούτοις διασώζεται ακόμη, ακριβώς λόγω της ανυπαρξίας ενός ισχυρού αντίπαλου μετώπου ανατροπής του.

Η κυβέρνηση «έπεσε» για πρώτη φορά το απόγευμα της 15/6/11. Το «φύσημα», που χρειαζόταν τότε για να καταρρεύσει με πάταγο, δεν εκπνεύστηκε, με ευθύνη κυρίως των δυνάμεων της κοινοβουλευτικής αριστεράς, που όχι μόνο δεν έδειξαν καμία εμπιστοσύνη στη λαϊκή διαθεσιμότητα που εκδηλωνόταν στις πλατείες αλλά μάλλον την αντιμετώπισαν με «συστημική» φοβία.

«Έπεσε» για δεύτερη φορά τις μέρες που ακολούθησαν την 27 και 28/10/11. Ολόκληρο το σύστημα - κι όχι μόνο η κυβέρνηση – πανικόβλητο, αναγκάστηκε να επιστρατεύσει όλες του τις εφεδρείες διακινδυνεύοντας να τις «κάψει», να γαντζωθεί πάνω στην ωμή ξένη επέμβαση, να οδηγηθεί σε θεσμικές ακροβασίες και εκτροπές. Και πάλι μια αριστερά, φοβική, κατώτερη των περιστάσεων, επέτρεψε να καθορίσουν τις εξελίξεις όχι ο λαϊκός παράγοντας αλλά στις Κάνες οι Μερκοζί και στο MEGA η Μιλένα και η Καϊλή.

Η κατάρρευσή τους συνεχίζεται και σήμερα, η θηριώδης κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία αποσυντίθεται, «πρωταγωνιστές» και κομπάρσοι αυτογελοιοποιούνται καθημερινά, οι «εναλλακτικές» τους αυτοακυρώνονται.

Διαμορφώνονται, μετά από πολλές δεκαετίες, πρωτοφανείς συνθήκες «κενού εξουσίας», αφού όχι μόνο καταρρέει ο δικομματισμός, το μοντέλο δηλαδή εξουσίας που δομήθηκε και κυριάρχησε επί ενάμιση αιώνα αλλά και αμφισβητείται εκ θεμελίων ολόκληρο το σύστημα αναπαραγωγής του.

Αναζητούν εναγωνίως εφεδρείες από τη νεκρανάσταση του εκσυγχρονιστικού θιάσου μέχρι την παλιννόστηση της νέας «κυβερνώσας, υπεύθυνης» κεντροαριστεράς και της «μεταρρυθμιστικής» κεντροδεξιάς, από τη φιλοτέχνηση του κυβερνητικού προφίλ και την ανοιχτή πριμοδότηση των κρυπτοφασιστών μέχρι και τη συγκαλυμμένη εκκόλαψη των φασιστικών συμμοριών. Διαμορφώνουν καθημερινά ένα ασφυκτικό τοπίο στο χώρο της ενημέρωσης, που στενεύει όλο και πιο πολύ στα όρια της κατοχικής προπαγάνδας.

Κι όμως, τίποτε σχεδόν δεν τους βγαίνει. Παράγουν καθημερινά μια σαπίλα και μια αποφορά που δεν κρύβεται. Οι κοινωνικές συμμαχίες με τα πάλαι ποτέ κραταιά μεσαία στρώματα απισχνούνται καθημερινά, το ποντάρισμα στην ανοχή της σιωπηλής πλειοψηφίας έχει όλο και μεγαλύτερο ρίσκο, οι προσπάθειες ενεργοποίησης του κοινωνικού αυτοματισμού πέφτουν όλο και περισσότερο στο κενό, η εφαρμογή των πολιτικών τους πρέπει κάθε φορά να συνοδεύεται από όλο και πιο κραυγαλέες θεσμικές εκτροπές και ισχυρότερες δόσεις καταστολής.

Κι όμως όχι μόνο εξακολουθούν να κυβερνούν αλλά και να νομοθετούν πυρετωδώς και να εφαρμόζουν τα μέτρα και να υλοποιούν το σχεδιασμό τους εντός των υπαγορευμένων διαγραμμάτων. Κι όσο αυτό συμβαίνει, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος να εξαντλούνται οι αντοχές του λαού, να διαμορφώνονται συνθήκες όχι περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης των συνειδήσεων αλλά «ιδρυματοποίησης», εθισμού στην εξαθλίωση και στροφής τμημάτων του λαού προς ακροδεξιές κατευθύνσεις.

Όλα τούτα, στο βαθμό που είναι κοινός τόπος, καταδεικνύουν, πρέπει να καταδεικνύουν, την αναγκαιότητα του μετώπου ανατροπής. Η ανίχνευση των λοιπών όρων της εξίσωσης, η ευρύτητα, η φυσιογνωμία, το πρόγραμμα του μετώπου, θα επιχειρηθεί – για λόγους κυρίως έκτασης του κειμένου - σε επόμενο σημείωμα. Εδώ, προς το παρόν, θα επικεντρωθούμε στα ζητήματα που μέχρι τώρα αποτελούν παράγοντες ανάσχεσης της προσπάθειας για την ευρύτερη δυνατή μετωπική συμπαράταξη.

Για τη οικοδόμηση, λοιπόν, αυτού του μετώπου απαιτούνται πριν απ’ όλα υπερβάσεις και ανατροπές μέσα στην ίδια την αριστερά, που, υποκειμενικές ευθύνες δυνάμεών της, τις κάνουν να φαίνονται σήμερα ανυπέρβλητες. Και οι ευθύνες βαραίνουν όλους, με το μέγεθος και το ειδικό βάρος του καθενός να καθορίζει λίγο-πολύ και το μερίδιο της ευθύνης του.

Βαρύτερες όλων είναι ασφαλώς οι ευθύνες της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε. Όχι μόνο για τον προφανή λόγο ότι όταν λέει μέτωπο εννοεί ουσιαστικά τον εαυτό του, την ίδια στιγμή που όλοι οι άλλοι είναι οπορτουνιστές, αντικομουνιστές, αριστεριστές. Αλλά και γιατί το Κ.Κ.Ε. δεν κρύβει την εχθρότητά του απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή κινηματικής έκφρασης του λαού όταν το ίδιο δεν την ελέγχει ασφυκτικά (π.χ. η «απαγόρευση εισόδου» στη διαδήλωση αλληλεγγύης για τους απεργούς χαλυβουργούς από την περιφρούρηση του ΠΑΜΕ).

Γιατί η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. υψώνει συνεχώς τείχη για να αποτρέψει την ώσμωση των μελών και των οπαδών του με το υπόλοιπο μαχόμενο λαϊκό κίνημα. Και ελέγχει όχι μόνο τις πιο πολυπληθείς οργανωμένες δυνάμεις, αλλά και κόσμο λαϊκό, τέτοιο που δυστυχώς λείπει από την κοινωνική αγκύρωση των υπόλοιπων τμημάτων της αριστεράς. Κι αυτό τον κόσμο η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. τον κρατάει περιχαρακωμένο, χρησιμοποιώντας το στρατηγικό της στόχο όχι ως όραμα για έναν αυριανό διαφορετικό κόσμο, που σε κάθε περίπτωση δικαιούται – όπως και κάθε πολιτική δύναμη - να έχει και να το διακηρύσσει, αλλά ως εμπόδιο αξεπέραστο για οιασδήποτε μορφής πολιτική ή ακόμη και κινηματική συνεργασία. Οδηγούμενη έτσι στην άρνηση να κάνει πολιτική για το σήμερα.

Η πάλη, σήμερα, για την ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία, η ρήξη και η σύγκρουση, σήμερα, με την ευρωζώνη, από την ηγεσία του Κ.Κ.Ε. βαφτίζονται ψευτοδιλήμματα, καταγγέλλονται ως αυταπάτες. Έτσι όμως ο στόχος της «λαϊκής εξουσίας», αυτός που για την ηγεσία του Κ.Κ.Ε. είναι το «όλα ή τίποτα», χωρίς τη μετωπική πάλη πάνω στα σημερινά επίδικα, καθίσταται απλή επαναστατική γυμναστική, εν πολλοίς ανώδυνη για το σύστημα.

Εκείνο βέβαια που φοβάται το σύστημα σε ό,τι αφορά το Κ.Κ.Ε. είναι η εν δυνάμει απειλή αυτού του λαϊκού κόσμου που επηρεάζει, ενός κόσμου που και ταξικό ένστικτο διαθέτει αλλά και κουβαλάει μέσα του τις αυθεντικά επαναστατικές παραδόσεις του κινήματος. Κι αυτός ο κόσμος είναι αναντικατάστατα πολύτιμος για ένα πραγματικά ρωμαλέο μέτωπο ανατροπής.

Άλλου τύπου ευθύνες έχει και ο ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΝ, που καθορίζει ηγεμονικά και το ΣΥΡΙΖΑ.

Οι ευθύνες αυτές δεν αναφέρονται μόνο ή κυρίως στο ότι ο χώρος αυτός – και πάντως τμήματά του οπωσδήποτε – παλινδρομεί συχνά προς τη σοσιαλδημοκρατία. Ούτε στο ότι οι εναπομείναντες της ευρωκομουνιστικής προέλευσης οικειοποιούνται αξιωματικά και ιδιοκτησιακά το ΣΥΝ, αντιμετωπίζοντας τις άλλες «παλαιοκομουνιστικές» απόψεις περίπου ως φιλοξενούμενες. Αρνούμενοι δογματικά να αναγνωρίσουν ότι αφενός ο δικός τους χώρος δεν ήταν ποτέ ο πλέον ευρύχωρος στην Ελλάδα και αφετέρου ότι οι σημερινές αντιθέσεις της εποχής της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης έχουν προ πολλού συντρίψει πολλά στερεότυπα του παρελθόντος, μεταξύ δε αυτών και τις ευρωκομουνιστικές αυταπάτες.

Οι ευθύνες αυτές αφορούν κυρίως την ανολοκλήρωτη και διαρκώς αυτοαναιρούμενη «αριστερή στροφή» του ΣΥΝ.

Εστιάζονται επίσης στο ότι και ο ΣΥΝ, με ευθύνη της πλειοψηφίας της ηγεσίας του, απέναντι στα σημερινά πραγματικά επίδικα απαντά – αν και όχι με τον «άγαρμπο» τρόπο του Κ.Κ.Ε. - από τη σκοπιά της δικής του αφήγησης, των δικών του «δουλειών» και στερεοτύπων. Αντί δηλαδή να δει κατάματα το γεγονός ότι η Ευρώπη των λαών, της ειρήνης και των κοινωνικών συμβολαίων, είναι εδώ και χρόνια κλινικά νεκρή. Ότι η μόνη πιθανότητα να υπάρξει μια τέτοια Ευρώπη περνάει υποχρεωτικά μέσα από τη διάλυση αυτής της ευρωπαϊκής ένωσης, γιατί αυτή δεν μεταρρυθμίζεται. Αντίθετα επιμένει να αφηγείται μια εικονική προοπτική, που εξαρτάται από την άνοδο του κινήματος και της αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όταν το Κ.Ε.Α. αφενός δεν αντικατοπτρίζει κανέναν ουσιώδη συσχετισμό δύναμης και αφετέρου πολιτεύεται με όρους αριστερής σοσιαλδημοκρατίας.

Γιατί τι άλλο είναι οι θέσεις του Κ.Ε.Α., που υιοθετεί – και συνδιαμορφώνει - η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΝ, περί διάσκεψης για συνολική ευρωπαϊκή ρύθμιση του χρέους, με ευρωομόλογα και την ΕΚΤ σαν έσχατο δανειστή. Άραγε το πρόβλημα είναι πρόβλημα μεταβιβαστικών πληρωμών από τις πλούσιες χώρες στις φτωχές; Ή μήπως πρόβλημα δομικό, που ανάγεται στο γενετικά και θεσμικά ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ και του ευρώ, που εντείνει την ανισομετρία, την παραγωγική πρώτα απ’ όλα ισοπέδωση των μικρότερων περιφερειακών χωρών. Πρόβλημα που εντέλει η δημοσιονομική κρίση και η κρίση χρέους είναι πλευρές του μόνο και όχι ο πυρήνας του;

Η έμφαση στην πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, που τροφοδότησε για χρόνια ολόκληρα στο χώρο του ΣΥΝ φεντεραλιστικές χίμαιρες και αυταπάτες του τύπου ότι το Μάαστριχτ και το ευρώ απλώς συνεπιφέρουν και κάποιες δυσάρεστες παρενέργειες, αποδεικνύεται σήμερα εφιάλτης. Το σχέδιο της Μέρκελ, το μόνο πολιτικά συνεκτικό σχέδιο που υπάρχει για τη διάσωση της νομισματικής ένωσης, δεν είναι τίποτε άλλο από τη μόνη κατεύθυνση πολιτικής ενοποίησης που μπορεί να είναι συμβατή μ’ αυτή την οικονομική (νομισματική) ενοποίηση. Και εν τέλει αντικατοπτρίζει σε πολιτικό επίπεδο τους πραγματικούς συσχετισμούς ισχύος που διαμορφώνει από τη φύση της αυτή η οικονομική ενοποίηση. Οι προτάσεις, λοιπόν, του Κ.Ε.Α. που «απαντούν» στο νέο σύμφωνο της Μέρκελ είναι πολύ καλές για να διαβάζονται στα ευχέλαια.

Κατ’ αντιστοιχία με τη γενικότερη ευρωπαϊστική του ανάλυση και ανάγνωση των πραγμάτων, διατείνεται η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΝ, στα επίσημα κείμενα και αποφάσεις της, ότι το μαύρο μέτωπο της συγκυβέρνησης στη χώρα μας είναι απλώς το κόμμα του μνημονίου. Μια ανάγνωση όμως που αν δεν είναι σκόπιμα μυωπική είναι τουλάχιστον ελλιπής, καθώς το μέτωπο που συμπτύχθηκε, μέσω της εκβιασμένης – ελέω απειλής δημοψηφίσματος – συναίνεσης, στήθηκε πάνω στη θεμελιώδη επιλογή του εγχώριου αστισμού: την πάσει θυσία παραμονή στην ευρωζώνη. Κάτι που το σύνολο των συντελεστών του δεν χάνει ευκαιρία να το διακηρύσσει.

Γι’ αυτό άλλωστε, πέραν των κυβερνητικών κομμάτων και της Ντόρας, απολαμβάνει και της διακριτικής και «υπεύθυνης» ανοχής – έως και στήριξης - και της ΔΗΜΑΡ και των Πρασίνων. Που κατά τ’ άλλα είναι αντιμνημονιακοί, αλλά προσεύχονται καθημερινά για την επιτυχία του PSI. Έτσι λοιπόν, την ίδια στιγμή που επιχειρείται ο διαχωρισμός του πολιτικού τοπίου σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, οι καίριες επιλογές του αστισμού στηρίζονται - λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά - και από αντιμνημονιακές πλην όμως ευρωπαϊστικές δυνάμεις.

Κι αυτό ηθελημένα η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΝ το αποσιωπά στις εκτιμήσεις της, γιατί:

Πρώτο, θα την υποχρέωνε να τοποθετηθεί πάνω σ’ αυτό καθαυτό το ζήτημα του ευρώ και να μην το βαφτίζει ψευτοδίλημμα, αναμασώντας ταυτόχρονα ολόκληρη την εμετική κινδυνολογία για τη δραχμή, που δήθεν θα φέρει μύρια όσα δεινά, μέχρι και τη «μαύρη αγορά» των ευρώ που έχουν κρυμμένα οι γέροι στις καταψύξεις τους και οι γριές στις καλτσοδέτες τους.

Δεύτερο, για να δικαιολογήσει την υποτονική και αμήχανη στάση της απέναντι στο δημοψήφισμα. Δημοψήφισμα που ζητούσε ο ΣΥΝ για το Μνημόνιο Ι αλλά για το Μνημόνιο ΙΙ το χαρακτήρισε εκβιασμό, ενώ θα έπρεπε να γίνουν άμεσα εκλογές ώστε ο λαός γνήσια να εκφραστεί, αλλά … αν και εφόσον, θα σηκώσουμε το γάντι …, που, όταν το σήκωσε η Μιλένα, δεν μπορούσαν να κρύψουν τους στεναγμούς της ανακούφισης (την ίδια κρίσιμη στιγμή, που όλα ακόμη παίζονταν στην κόψη του ξυραφιού, η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΝ κυκλοφορούσε non paper προς τους επικεφαλής των οργανώσεων με τα προπαγανδιστικά επιχειρήματα περί εκλογών σε αντιδιαστολή με το δημοψήφισμα).

Τρίτο, γιατί θα έπρεπε ν’ αρχίσει επιτέλους να βάζει κόκκινες γραμμές ανάμεσα στο «ευρωπαϊκή» και στο «αριστερά». Ενώ τώρα προσπαθεί να τα ψιλομπαλώσει με τους άκρως απειλητικούς υπαινιγμούς – που περιλαμβάνονται, παρακαλώ, στο επίσημο κείμενο της απόφασης της ΚΠΕ και έχουν κάνει τη Μέρκελ να τρέμει σύγκορμη - «ας προσέξουν οι εταίροι μας γιατί υπάρχουν και μονομερείς επιλογές». Ή το άλλο ανέκδοτο με τον Τοτό «καμία θυσία για το ευρώ, καμία αυταπάτη για τη δραχμή» («ζήτω το δολάριο», προσθέτω εγώ ο κακεντρεχής, ξέρει ο σ. Βαρουφάκης τι εννοώ, τον παρακαλώ να το εξηγήσει και στο σ. Αλέξη).

Και τέταρτο για να οικοδομήσει την αντιμνημονιακή εκδοχή του δικού της μετώπου, που θα χωράει τον Κοτζιά, το Ραυτόπουλο, το Μητρόπουλο, τον Κουβέλη, τον Ψαριανό, τον Τρεμόπουλο αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει – δήθεν – να χωρέσει και την Παπαρήγα και το Χάγιο και τον Αλαβάνο. Τώρα βέβαια αν στο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται ο κακός χαμός και σκούζουν όλοι για το νέο σομπρέρο, ελάχιστη σημασία έχει μπροστά στην ιστορικής σημασίας διεύρυνση με την «Ενωτική Κίνηση», την ΕΔΗΚ και τις λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

Οι πιο πάνω επισημάνσεις, όσο κι αν φανούν σε πολλούς δηκτικές ή και επιθετικές, θεωρώ ότι απευθύνονται σε συντρόφους και συναγωνιστές, απέναντι στους οποίους η κριτική, ακόμη και σκληρή, πρέπει να είναι ανοιχτή και ειλικρινής. Γιατί οι ευθύνες που αφορούν στην πιο σημαντική συμμαχική προσπάθεια που έχει επιχειρηθεί στο χώρο της αριστεράς εδώ και πολλά χρόνια, βαρύνουν ακόμη περισσότερο. Γιατί η υπόθεση της συμπαράταξης αριστερών και ριζοσπαστικών δυνάμεων, όπως επιχειρείται να εκφραστεί από το ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να αφορά μόνο τους συσχετισμούς κάποιων ηγεσιών, αφορά εξ αντικειμένου έναν ευρύτερο κόσμο της αριστεράς.

Και, τέλος, γιατί εξ αντικειμένου η υπόθεση του μετώπου θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ευρύτερων, μαζικών διαδικασιών, με αποφασιστική τη συμβολή των «από τα κάτω», των μαχόμενων κοινωνικών κινημάτων και να ξεφύγει από τα «συμβατικά» και εν πολλοίς συστημικά όρια των κλειστών κλαμπ επαγγελματιών της πολιτικής, ακόμη και της αριστερής πολιτικής. Είναι υπόθεση, όπως προαναφέρθηκε, που απαιτεί υπερβάσεις και ανατροπές, που αφορούν πρώτα και κύρια σε μας τους ίδιους.

Αφήνοντας για ένα επόμενο σημείωμα τις ανιχνεύσεις αναφορικά με τα ζητήματα της φυσιογνωμίας και του προγράμματος του μετώπου, όπως και θεμάτων που σχετίζονται με την κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα, κλείνοντας, ας θεωρηθεί αυτό το σημείωμα ως ελάχιστη συμβολή στον ευρύτερο διάλογο, ανοιχτή φυσικά σε κάθε είδους κριτική, που είναι καλοδεχούμενη.

Χαλκίδα, 27/1/2011

πηγή: ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου