Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Ο Καρλ Μαρξ για την άρνηση πληρωμής των φόρων

του
Χρ. Κεφαλή*

Η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση και η πρωτοφανής επίθεση της αντίδρασης στα εισοδήματα των εργαζόμενων είχε μεταξύ άλλων ως συνέπεια να εμφανιστούν αυθόρμητα μαζικά κινήματα από τα κάτω για την άρνηση πληρωμής των φόρων και των άλλων χαρατσιών που επιβάλλουν οι αντιδραστικές καπιταλιστικές κυβερνήσεις και...
οι υπερεθνικοί οργανισμοί τους. Στη χώρα μας, η λαϊκή αντίδραση εκδηλώθηκε με την οργάνωση και τις δράσεις του κινήματος «Δεν πληρώνω», ξεκινώντας από την άρνηση πληρωμής των διοδίων και φτάνοντας ως το πρόσφατο χαράτσι στα ακίνητα. Ωστόσο, το ζήτημα της άρνησης καταβολής των φόρων δεν είναι νέο ούτε πρωτόγνωρο. Ανάλογα κινήματα και πρακτικές εμφανίστηκαν ήδη από την περίοδο των αστικών δημοκρατικών επαναστάσεων στο 17ο και 18ο αιώνα, απέναντι στα μεσαιωνικά διόδια, τα πρόστιμα και τους φόρους που επέβαλλαν οι μονάρχες, άλλοτε για να εξασφαλίζουν τα έξοδα της αυλής τους και τα προνόμια της αριστοκρατίας, άλλοτε για να διεξάγουν πολέμους και άλλοτε για να καταπολεμούν μερίδες των ευγενών που τους αντιπολιτεύονταν.

Χρήστος Κεφαλής (Συνεργάτης του Πολιτικού Καφενείου)

Στη συγκεκριμένη περίοδο μάλιστα η ανερχόμενη αστική τάξη πρωταγωνιστούσε στα κινήματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απέβλεπαν στη ματαίωση της είσπραξης των φόρων. Στη γερμανική επανάσταση του 1848, όταν η αστική τάξη άρχισε να ταλαντεύεται ή και να εγκαταλείπει ανοιχτά τις επαναστατικές μεθόδους, ο Μαρξ αναφέρθηκε επανειλημμένα σε αυτή την εμπειρία και υιοθέτησε τα ίδια αιτήματα, ως αιτήματα του επαναστατικού προλεταριάτου και μιας λαϊκής επανάστασης που θα διεξαγόταν πλέον παρά και ενάντια στην αστική τάξη. Αν και διατυπωμένες σε μια διαφορετική συνάφεια από αυτήν που αντιμετωπίζουμε σήμερα, οι σχετικές αναφορές και οι αναλύσεις του παρουσιάζουν προφανές ενδιαφέρον και επικαιρότητα.

Από την αρχή της κυκλοφορίας της η Νέα Εφημερίδα του Ρήνου, η εφημερίδα που διεύθυνε ο Μαρξ, προπαγάνδιζε συστηματικά, μέσα από την αρθρογραφία του Μαρξ και άλλων δημοσιολόγων της, την άρνηση της καταβολής των φόρων από τους πολίτες στα γερμανικά κρατίδια, στα περισσότερα από τα οποία εξακολουθούσαν και μετά την επανάσταση του 1848 να διατηρούνται οι τοπικοί μονάρχες, περιβλημένοι τώρα από ένα κάλυμμα συνταγματισμού. Ταυτόχρονα, η «Ένωση των Δημοκρατών», όπου συμμετείχαν ο Μαρξ και άλλοι κομμουνιστές αγωνιστές της εποχής μαζί με δημοκράτες αστούς, απεύθυνε ανοικτές εκκλήσεις στον πληθυσμό σε αυτή την κατεύθυνση. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να προσαχθούν ο Μαρξ, ο Σάπερ και ο Σνάιντερ σε δίκη στο Δικαστήριο της Κολωνίας το Φεβρουάριο του 1849, κατηγορούμενοι για «παρακίνηση σε εξέγερση», με αφορμή μια προκήρυξη που είχε εκδώσει για το θέμα η τοπική «Ένωση των Δημοκρατών» και δημοσιεύσει η Εφημερίδα του Ρήνου το Νοέμβριο του 1848.

Στην απολογία του στο Δικαστήριο, ο Μαρξ έκανε μια εκτενή επισκόπηση του θέματος. Παρουσίασε το διαφορετικό ρόλο της συλλογής των φόρων στη φεουδαρχική και την αστική κοινωνία, φέρνοντας ιστορικά παραδείγματα όπου η αστική τάξη είχε αρνηθεί την καταβολή φόρων για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της, συμφέροντα ταυτόσημα, για όσο έπαιζε επαναστατικό ρόλο, με εκείνα της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Μαρξ, η άρνηση πληρωμής των φόρων από τους αστούς ήταν πολύ συνηθισμένη, αποτελώντας συχνά το πρώτο βήμα για πιο γενικευμένες ανατροπές και λαϊκές εξεγέρσεις. Οι ανερχόμενοι αστοί εξαγόραζαν με την πληρωμή των φόρων τις ελευθερίες οι μεσαιωνικοί μονάρχες ήταν υποχρεωμένοι να τους παραχωρούν καθώς αναπτυσσόταν ο καπιταλισμός κάτω από τη φεουδαρχία, διατηρώντας για τον εαυτό τους το δικαίωμα να ανανεώνουν ή να αρνούνται την καταβολή των φόρων ανάλογα με τη στάση των μοναρχών. Ταυτόχρονα, ο Μαρξ διέκρινε ανάμεσα στη συνταγματική, μερική άρνηση της καταβολής των φόρων, που είναι ουσιαστικά η καταψήφιση ενός προϋπολογισμού, και την επαναστατική άρνηση, όταν η πρωτοβουλία παιρνόταν από το λαό στη διάρκεια επαναστατικών γεγονότων χωρίς συνταγματική κάλυψη.

«Στη μεσαιωνική κοινωνία…», υποστήριζε ο Μαρξ στην απολογία του, «οι φόροι ήταν ο μόνος δεσμός ανάμεσα στην αναδυόμενη αστική κοινωνία και το κυρίαρχο φεουδαρχικό κράτος, και ένας δεσμός που υποχρέωνε το κράτος να κάνει παραχωρήσεις στην αστική κοινωνία, να ικανοποιεί τις ανάγκες της και να προσαρμόζεται στην ανάπτυξή της. Στα σύγχρονα κράτη αυτό το δικαίωμα να χορηγείς και να αρνείσαι τους φόρους έχει μετατραπεί από την αστική κοινωνία σε ένα μέσο ελέγχου της κυβέρνησης, του σώματος που διευθύνει τα κοινά της συμφέροντα. Θα ανακαλύψετε λοιπόν ότι η μερική άρνηση των φόρων είναι ένα αναπόσπαστο μέρος κάθε συνταγματικού μηχανισμού. Αυτό το είδος άρνησης φόρων λειτουργεί οποτεδήποτε απορρίπτεται ένας προϋπολογισμός… Η απόρριψη ενός προϋπολογισμού σημαίνει μια ορισμένη άρνηση φόρου αν η κυβέρνηση δεν κερδίσει την πλειοψηφία στη νέα βουλή ή αν ο θρόνος δεν ορίσει μια κυβέρνηση σε συμφωνία με τις επιθυμίες της νέας βουλής. Η απόρριψη ενός προϋπολογισμού είναι συνεπώς η κοινοβουλευτική μορφή της άρνησης να πληρωθούν φόροι. Αυτή η μορφή δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη σύγκρουση που εξετάζουμε επειδή δεν υπήρχε ακόμη ένα σύνταγμα, αλλά έπρεπε πρώτα να δημιουργηθεί.

Αλλά μια άρνηση να πληρωθούν φόροι όπως εμφανίστηκε εδώ, μια άρνηση που όχι μόνο απορρίπτει ένα νέο προϋπολογισμό αλλά απαγορεύει ακόμη και την πληρωμή των τρεχόντων φόρων, δεν είναι κατά κανένα τρόπο εξαιρετική. Συνέβαινε πολύ συχνά στο Μεσαίωνα. Ακόμη και η παλιά Γερμανική Αυτοκρατορική Δίαιτα και οι παλιές φεουδαρχικές Δίαιτες του Βραδεμβούργου υπερψήφισαν αποφάσεις που αρνούνταν την πληρωμή των φόρων. Ούτε υπάρχει κάποια έλλειψη παραδειγμάτων στα σύγχρονα συνταγματικά κράτη. Η άρνηση να πληρωθούν οι φόροι οδήγησε στη Βρετανία το 1832 στην πτώση της κυβέρνησης του Ουέλινγκτον. Και στη Βρετανία δεν ήταν το Κοινοβούλιο που αποφάσισε να αρνηθεί τους φόρους, αλλά ο λαός που διακήρυξε και εκπλήρωσε αυτή την απόφαση με τη δική του αυθεντία. Η Βρετανία, ωστόσο, είναι η ιστορική χώρα του συνταγματισμού. Δεν θα αρνηθώ διόλου ότι η αγγλική επανάσταση, που οδήγησε τον Κάρολο τον Ι στο ικρίωμα, ξεκίνησε με μια άρνηση να πληρωθούν οι φόροι ή ότι η επανάσταση στη Βόρεια Αμερική που ολοκληρώθηκε με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας από τη Βρετανία, ξεκίνησε με μια άρνηση πληρωμής των φόρων»1.

Ο Μαρξ κατέρριψε επίσης αναλυτικά την κατηγορία του εισαγγελέα ότι προπαγανδίζοντας τη μη καταβολή των φόρων, οι κομμουνιστές της εποχής καλούσαν σε μια εκ βάθρων ανατροπή της κοινωνίας. Έδειξε ότι η μη καταβολή των φόρων ήταν στην ουσία της ένα επαναστατικό μέτρο που στρεφόταν μόνο ενάντια στη δοσμένη αυταρχική κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα, στοχεύοντας να την υποκαταστήσει με μια πραγματικά δημοκρατική κυβέρνηση, χωρίς να θίγει από μόνο του τις υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις:

«Ο δημόσιος εισαγγελέας έχει περιγράψει την άρνηση να πληρωθούν οι φόροι ως ένα μέτρο “το οποίο κλονίζει τα θεμέλια της κοινωνίας”. Η άρνηση να πληρωθούν οι φόροι δεν έχει τίποτα να κάνει με τα θεμέλια της κοινωνίας… Η άρνηση να πληρωθούν οι φόροι είναι απλά ένα σημάδι της διαφωνίας που υπάρχει ανάμεσα στο στέμμα και το λαό, απλά μαρτυρία ότι η σύγκρουση ανάμεσα στην κυβέρνηση και το λαό έχει φτάσει σε έναν απειλητικό βαθμό έντασης. Δεν είναι η αιτία της διαφωνίας ή της σύγκρουσης, είναι απλά μια έκφραση αυτού του γεγονότος. Στη χειρότερη περίπτωση, οδηγεί σε μια ανατροπή της υπάρχουσας κυβέρνησης, του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος. Τα θεμέλια της κοινωνίας δεν επηρεάζονται από αυτή. Στην παρούσα περίπτωση, επιπλέον, η άρνηση να πληρωθούν οι φόροι ήταν ένα μέσο αυτοάμυνας της κοινωνίας ενάντια σε μια κυβέρνηση που απειλούσε τα θεμέλια της»2.

Στην ουσία ο Μαρξ αναγνώριζε έτσι το χαρακτήρα της άρνησης πληρωμής των φόρων ως ενός αστικού αιτήματος, ενός αιτήματος όμως επαναστατικού-δημοκρατικού, του οποίου η εκπλήρωση θα οδηγούσε στη συνεπή και πλήρη ρήξη με το φεουδαρχικό παρελθόν. Ήταν έτσι ένα από τα πιο προχωρημένα ριζοσπαστικά αιτήματα της νεαρής αστικής τάξης, αιτήματα που περιλάμβαναν εκείνο τον καιρό και την άρνηση πληρωμής του εξωτερικού χρέους, διατυπωμένη ήδη από τον Άνταμ Σμιθ, τους Ιακοβίνους στη μεγάλη γαλλική επανάσταση του 1789 και τους πρώτους κυβερνήτες των ΗΠΑ μετά την κατάκτηση της ανεξαρτησίας τους3.

Βέβαια, οι συνθήκες στη γερμανική επανάσταση του 1848 ήταν αρκετά ιδιότυπες, έτσι ώστε να φέρνουν το ζήτημα της άρνησης πληρωμής των φόρων ακόμη πιο επιτακτικά στο προσκήνιο και κάτω από ένα διαφορετικό συσχετισμό των τάξεων. Η πρώτη έφοδος των μαζών, στο Βερολίνο, τη Δρέσδη, τη Φρανκφούρτη και άλλες γερμανικές πόλεις το Μάρτιο του 1848 είχε βρει τους Μαρξ και Ένγκελς εξόριστους στις Βρυξέλλες. Αφού πέρασαν από το Παρίσι για λίγες βδομάδες, τον Απρίλιο έφτασαν στην Κολωνία, την πρωτεύουσα της επαρχίας της Πρωσίας στο Ρήνο, όπου ίδρυσαν τη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου.

Η κατάσταση στα γερμανικά κρατίδια αυτή την περίοδο –κρατίδια όχι μόνο καθυστερημένα αλλά και εντελώς ανομοιογενή από την άποψη του επιπέδου της καπιταλιστικής τους ανάπτυξης, των θεσμών τους, κ.λπ.– χαρακτηριζόταν από την προσωρινή υποχώρηση των τοπικών μοναρχών. Σε αρκετές περιπτώσεις, παρακινημένοι από το φόβο της εξέγερσης, είχαν υποχρεωθεί να παραχωρήσουν σύνταγμα, αποδεχόμενοι τη σύγκληση μιας Εθνοσυνέλευσης στη Φρανκφούρτη και τοπικών κοινοβουλίων στο Βερολίνο, κ.λπ. Ωστόσο, η συμβιβαστική τακτική της φιλελεύθερης αστικής τάξης και η προσπάθειά της από την πρώτη στιγμή να ξεφορτωθεί το επαναστατικό κίνημα, χρησιμοποιώντας το μόνο σαν ένα διαπραγματευτικό χαρτί για να έρθει σε ένα βολικό συμβιβασμό με τη μοναρχία, έβαζαν εμπόδια στη συνεπή διεξαγωγή της αστικής επανάστασης και το ριζικό ξεκαθάρισμα της φεουδαρχικής κληρονομιάς. Οι ταλαντεύσεις και η αναποφασιστικότητα της αστικής τάξης έγιναν ιδιαίτερα εμφανείς στην αποτυχία της Εθνοσυνέλευσης της Φρανκφούρτης να συντάξει ένα εθνικό σύνταγμα και να προωθήσει την ενοποίηση της Γερμανίας. Το αποτέλεσμα ήταν να περάσει η αντίδραση στην αντεπίθεση, για να ακυρώσει τις επαναστατικές κατακτήσεις και να επαναφέρει την απόλυτη μοναρχία. Στην Πρωσία, το κέντρο της στρατοκρατίας και των μεγαλογαιοκτημόνων γιούνκερ, η αναπτυσσόμενη αντεπανάσταση εκφράστηκε τυπικά με την αντικατάσταση της πρώτης φιλελεύθερης μετεπαναστατικής κυβέρνησης του Καμπχάουζεν με ολοένα αντιδραστικότερες κυβερνήσεις. Η επόμενη κυβέρνηση του Χάνσεμαν (Μάρτιος-Σεπτέμβριος 1848) ξεκίνησε ήδη τις προετοιμασίες για την κατάπνιξη της επανάστασης. Το έργο της συμπληρώθηκε από τη νέα κυβέρνηση του στρατηγού Πφούελ (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1848) και η ανοικτή αντεπανάσταση εξαπολύθηκε κατόπιν από την κυβέρνηση του στρατηγού Μπράντενμπουργκ, στην εξουσία από το Νοέμβριο του 1848 ως το Νοέμβριο του 1850. Ο Μαρξ συνόψισε το τελευταίο στάδιο με την επιγραμματική ρήση ότι «Η κυβέρνηση Πφούελ ήταν ο πίνακας περιεχομένων, ενώ η κυβέρνηση Μπράντενμπουργκ ήταν το περιεχόμενο καθαυτό»4.

Στις συνθήκες της αναπτυσσόμενης αντεπανάστασης, η άρνηση πληρωμής των φόρων αναδείχτηκε σε κεντρικό επαναστατικό αίτημα για δυο κυρίως λόγους: από τη μια, ως ένα μέσο για το βάθεμα της επανάστασης, που η φιλελεύθερη αστική τάξη είχε απαρνηθεί, από τις ίδιες τις λαϊκές μάζες· από την άλλη, ως ένα μέσο επίσης για την επιβράδυνση της αντεπαναστατικής προώθησης, δεδομένου ότι οι συλλεγόμενοι φόροι έδιναν στις αντιδραστικές κυβερνήσεις τη δυνατότητα να οργανωθούν πιο γρήγορα και να κινητοποιήσουν ταχύτερα τις δυνάμεις για την αποφασιστική επίθεσή τους. Ο Μαρξ, ο οποίος σε όλη την προηγούμενη περίοδο ανέλυε με οξυδέρκεια τις συντελούμενες πολιτικές μετατοπίσεις, ξεσκεπάζοντας τις ψευδαισθήσεις της αστικής τάξης ότι είχε υποτάξει δήθεν το θρόνο και τη φεουδαρχική γραφειοκρατία και δείχνοντας ότι στην πραγματικότητα η ίδια είχε υποταχθεί στην αντεπανάσταση και τη βοηθούσε να προωθεί τις θέσεις της κάτω από έναν κοινοβουλευτικό μανδύα, δεν μπορούσε να μην αντιληφθεί αυτό το γεγονός. Έτσι, όταν σε μια στροφή των γεγονότων, η Συνέλευση του Βερολίνου πήρε μια απόφαση υπέρ της μη καταβολής των φόρων, την οποία η, θεωρούμενη ως τότε πιο ριζοσπαστική, Εθνοσυνέλευση της Φρανκφούρτης έσπευσε να απορρίψει, ο Μαρξ έριξε όλο το βάρος του υπέρ της απόφασης του Βερολίνου, κάνοντας έκκληση στη λαϊκή εξέγερση ως το μόνο παράγοντα για τη μετατροπή της σε πράξη.

Στην Έκκληση της «Ένωσης των Δημοκρατών» λίγες μέρες μετά, που έδωσε και την αφορμή για την κατοπινή παραπομπή του Μαρξ και των συντρόφων του σε δίκη, αναφερόταν σχετικά:

«Αφού η Πρωσική Εθνοσυνέλευση η ίδια έχει θεσπίσει ότι οι φόροι δεν πρόκειται να πληρωθούν, η συλλογή τους με τη βία πρέπει να συναντήσει αντίσταση παντού και με κάθε τρόπο… Για να απωθήσει τον εχθρό, η τοπική πολιτοφυλακή πρέπει να οργανωθεί παντού»5.

Σε ένα άλλο κείμενο του Μαρξ, «Όχι στις πληρωμές φόρων», γραμμένο στις 17 Νοέμβρη με αφορμή την απόφαση της Συνέλευσης της Βιέννης, διακηρυσσόταν: «Από σήμερα… οι φόροι καταργούνται! Είναι εσχάτη προδοσία να πληρώνουμε φόρους. Η άρνηση πληρωμής φόρων είναι το καθήκον κάθε πολίτη». Και ο ίδιος δήλωνε σε ένα άρθρο του για την αντεπανάσταση στο Βερολίνο: «Αφού η Εθνοσυνέλευση έχει ανακηρύξει τον Μπράντενμπουργκ ένα προδότη, η υποχρέωση της πληρωμής φόρων παύει αυτόματα. Κανένας φόρος δεν οφείλεται σε μια κυβέρνηση που διαπράττει εσχάτη προδοσία»6.

Ταυτόχρονα, ο Μαρξ εξηγούσε διεξοδικά στην αρθρογραφία του το ταξικό περιεχόμενο και τη σημασία της μη πληρωμής των φόρων για την κατανίκηση της αντίδρασης:

«Και τι θα έπρεπε να κάνουμε τώρα; Θα έπρεπε να αρνηθούμε να πληρώνουμε φόρους… Η μοναρχία αψηφά όχι μόνο το λαό αλλά και την αστική τάξη επίσης. Νικήστε τη λοιπόν με ένα αστικό τρόπο. Πώς μπορεί να νικήσει κανείς τη μοναρχία με έναν αστικό τρόπο; Εξαναγκάζοντάς τη να παραιτηθεί από την πείνα. Και πώς μπορεί κανείς να την εξαναγκάσει να παραιτηθεί από την πείνα; Αρνούμενος να πληρώσει φόρους. Σκεφτείτε το καλά. Κανένας πρίγκιπας της Πρωσίας, κανένας Μπράντενμπουργκ και Βράνγκελ δεν παράγει ψωμί για το στρατό. Είστε εσείς που παράγετε ακόμη και το ψωμί για το στρατό… Κάντε τον εχθρό να πεινάσει και αρνηθείτε να πληρώσετε φόρους! Τίποτα δεν είναι πιο ανόητο από το να προμηθεύουμε μια προδοτική κυβέρνηση με τα μέσα να πολεμήσει το έθνος, και το μέσο όλων των μέσων είναι το χρήμα»7.

Ο Μαρξ θεωρούσε εντελώς δικαιολογημένα ότι το ζήτημα της άρνησης καταβολής των φόρων στην αντεπαναστατική κυβέρνηση είχε γίνει εκείνη τη στιγμή το κομβικό ζήτημα της επανάστασης. Συμπέρανε έτσι ότι η άρνηση της Εθνοσυνέλευσης της Φρανκφούρτης να συνταχθεί με την απόφαση της Συνέλευσης του Βερολίνου, σήμαινε την πλήρη χρεοκοπία της ως επαναστατικού σώματος και το οριστικό πέρασμά της στην αντεπανάσταση. Εξέφρασε αυτή την πεποίθηση με ισχυρά λόγια:

«Η απόφαση της Συνέλευσης του Βερολίνου αναφορικά με την άρνηση της πληρωμής φόρων έχει κηρυχθεί παράνομη και κενή από το Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης… Η απόφαση που ψηφίστηκε προχτές έχει καταστρέψει το Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης. Η απόφαση το έχει οδηγήσει στην αγκαλιά του προδότη Μπράντενμπουργκ. Το Κοινοβούλιο στην Φρανκφούρτη είναι ένοχο εσχάτης προδοσίας, πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Αν ένας ολόκληρος λαός εξεγείρεται σε διαμαρτυρία ενάντια σε μια αυθαίρετη νομική πράξη ενός βασιλιά, και αν αυτή η διαμαρτυρία γίνεται με έναν εντελώς νόμιμο τρόπο –με την άρνηση πληρωμής των φόρων– και μια συνέλευση καθηγητών διακηρύσσει –χωρίς να έχει καμιά τέτοια εξουσιοδότηση– ότι η άρνηση πληρωμής των φόρων, αυτή η εξέγερση όλου του λαού, είναι παράνομη, τότε αυτή η συνέλευση θέτει τον εαυτό της εκτός νόμου, διαπράττει εσχάτη προδοσία. Είναι το καθήκον όλων των μελών της Συνέλευσης της Φρανκφούρτης που ψήφισαν ενάντια σε αυτή την απόφαση να παραιτηθούν από αυτή την “πεθαμένη Ομοσπονδιακή Δίαιτα”»8.

Από την άλλη μεριά, ο Μαρξ ανασκεύασε στα άρθρα του συστηματικά τα επιχειρήματα των αντιδραστικών ότι η άρνηση καταβολής των φόρων ήταν δήθεν απαράδεκτη, γιατί στερούνταν «νομικής βάσης», ή ότι η παρέμβαση των μαζών στο κοινοβούλιο και ο εξαναγκασμός του να πάρει μια απόφαση που να τη νομιμοποιεί θα παραβίαζε την «ελευθερία της συζήτησης». Ο Μαρξ υπεράσπιζε αντίθετα την ικανότητα της επανάστασης να δημιουργεί η ίδια νέο, δικό της δίκαιο και να επιβάλει στην ανάγκη την εκπλήρωση των γενικών συμφερόντων ακόμη και όταν αυτά δεν έχουν μια διασφαλισμένη από τα πριν νομική εγγύηση. Αυτό το λαϊκό δικαίωμα, που είχε ασκήσει η ίδια η αστική τάξη στην αγγλική και τη γαλλική επανάσταση, μπορούσε τώρα να εκπληρωθεί και ενάντια στους φιλελευθέρους, φιλισταίους αστούς. Όπως έλεγε:

«…Η διατήρηση της [υφιστάμενης] νομικής βάσης στοχεύει στην επιβεβαίωση μειοψηφικών συμφερόντων σαν να ήταν τα κυρίαρχα συμφέροντα, όταν δεν είναι πλέον κυρίαρχα· στοχεύει στην επιβολή στην κοινωνία νόμων που έχουν καταδικαστεί από τις συνθήκες ζωής αυτής της κοινωνίας…· στοχεύει στη διατήρηση νομοθετών που ενδιαφέρονται μόνο για τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα· επιδιώκει να καταχραστεί την πολιτική εξουσία για να θέσει τα συμφέροντα μιας μειοψηφίας πάνω από τα συμφέροντα της πλειοψηφίας… Το δικαίωμα των δημοκρατικών λαϊκών μαζών με την παρουσία τους να ασκούν μια ηθική επίδραση στη στάση των συντακτικών συνελεύσεων είναι ένα παλιό επαναστατικό δικαίωμα του λαού που δεν μπορούσε να εκχωρηθεί σε όλες τις θυελλώδεις περιόδους από την εποχή της αγγλικής και της γαλλικής επανάστασης. Η ιστορία οφείλει σε αυτό το δικαίωμα σχεδόν όλα τα ενεργητικά βήματα που έκαναν τέτοιες συνελεύσεις. Ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι κολλούν στη “νομική βάση” και που οι δειλοί και φιλισταίοι φίλοι της “ελευθερίας της συζήτησης” παραπονούνται γι’ αυτό είναι ότι δεν θέλουν να ληφθεί κανένα ενεργητικό μέτρο… Ο εκφοβισμός από τον άοπλο λαό ή ο εκφοβισμός από μια ένοπλη στρατοκρατία – αυτή είναι η επιλογή μπροστά στη Συνέλευση»9.

Ο Ένγκελς, σε ένα άρθρο του, συνόψισε αργότερα τη σταθερή επαναστατική στάση του Μαρξ και των συναγωνιστών του στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου πάνω στο θέμα της φορολογίας: «Όταν το Νοέμβρη του 1848 έγινε το πραξικόπημα στην Πρωσία η Νέα Εφημερίδα του Ρήνου έβαζε στην επικεφαλίδα κάθε φύλλου συνθήματα, καλώντας το λαό να αρνηθεί την πληρωμή φόρων και ν’ αντιμετωπίσει τη βία με τη βία. Γι’ αυτό καθώς και για ένα άλλο άρθρο παρέπεμψαν τη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου την άνοιξη του 1849 στο ορκωτό δικαστήριο, αλλά και τις δύο φορές αθωώθηκε»10.

Ο Μαρξ και οι συναγωνιστές του απεύθυναν, βέβαια, αυτά τα φλογερά συνθήματα και τις επαναστατικές εκκλήσεις για άμεση δράση προς το γερμανικό λαό σε μια κατάσταση αρκετά διαφορετική από την τωρινή, τόσο από την άποψη των αντικειμενικών οικονομικών συνθηκών όσο και από την άποψη της ωρίμανσης της επαναστατικής εξέλιξης. Όσο κι αν καθυστερούσαν οι οικονομικές συνθήκες της Γερμανίας, συνολικά για την Ευρώπη ήταν μια εποχή ορμητικής επαναστατικής ανόδου, με θυελλώδη επαναστατικά γεγονότα και ταραχές να ξεσπούν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, από το Παρίσι ως το Λονδίνο και τη Βιέννη και από τη Ρώμη ως την Πράγα και τη Βουδαπέστη, σχεδόν κάθε βδομάδα ή κάθε μήνα. Από την άποψη αυτή, η τότε κατάσταση μπορεί να συγκριθεί περισσότερο με την τωρινή κατάσταση στον Αραβικό Κόσμο, που περνά σήμερα το δικό του 1848. Στην Ευρώπη η κατάσταση δεν έχει οξυνθεί ακόμη στον ίδιο βαθμό, αν και ολοφάνερα οι εξελίξεις κινούνται σε ταυτόσημη κατεύθυνση, προετοιμάζοντας ένα νέο πανευρωπαϊκό επαναστατικό κίνημα. Ωστόσο, οι διακηρύξεις των Μαρξ και Ένγκελς, ακόμη και αν δεν έχουν μια εντελώς άμεση αναφορά στην τωρινή κατάσταση, έχουν μια εμφανή αναφορικότητα ως μια υπόδειξη της επαναστατικής τακτικής απέναντι στις κυοφορούμενες ευρωπαϊκές εξελίξεις.

Από την άλλη μεριά, οι Μαρξ και Ένγκελς δεν έχαναν από το οπτικό τους πεδίο και τις δυσχέρειες, τα εμπόδια και τους ανασταλτικούς παράγοντες στο δρόμο της γερμανικής επανάστασης. Αυτό τους έκανε να συνδυάζουν την αδιαλλαξία στους επαναστατικούς στόχους με μια ευέλικτη επαναστατική τακτική, παίρνοντας υπόψη την ανωριμότητα και αδυναμία του γερμανικού προλεταριάτου, αλλά και την ισχύ της πρωσικής αντίδρασης, που ενισχυόταν από τις ταλαντεύσεις της αστικής τάξης. Έτσι συγκρούστηκαν με τους υπεραριστερούς κομμουνιστές της περιόδου όπως ο Γκότσαλκ και ο Βίλιχ, που αρνούνταν τη συμμετοχή στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση αλλά και τις επιμέρους συμμαχίες με τους φιλελεύθερους και δημοκράτες αστούς, προσβλέποντας σε μια άμεση και γρήγορη ανάπτυξη της επανάστασης11.

Ο ιστορικός ρεαλισμός του Μαρξ, ωστόσο, δεν είχε τίποτα κοινό με την παθητικότητα των δήθεν επαναστατών· όσων μιλούν στο όνομα της επανάστασης αλλά μετατρέπουν κάθε φορά τις δυσκολίες σε άλλοθι για την παραίτηση από την επαναστατική δράση. Ο Μαρξ αντίθετα υποστήριζε κάθε μαζική πρωτοβουλία από τα κάτω, ενδιαφερόμενος για την προετοιμασία και ανάληψη των ώριμων επαναστατικών βημάτων σε κάθε στιγμή και καμπή του κινήματος. Στην απολογία του στο δικαστήριο της Κολωνίας, υπεράσπισε θαρραλέα το δικαίωμα του λαού στην ανοιχτή και ενεργητική επαναστατική δράση, απέναντι στη δειλή στάση του βερολινέζικου κοινοβουλίου, που αναγνώριζε μόνο την παθητική αντίσταση.

«Σε αντίθεση με μας», είπε ο Μαρξ, «η Εθνοσυνέλευση δεν παρακίνησε στη χρήση δύναμης και γενικά δεν πήρε μια επαναστατική στάση… Είναι εντελώς αληθινό ότι η Εθνοσυνέλευση ήθελε να ενεργήσει σε εντελώς νόμιμη βάση, καταφεύγοντας στην παθητική αντίσταση… Η στάση της Εθνοσυνέλευσης δεν μπορούσε κατά κανένα τρόπο να χρησιμεύσει ως κριτήριο για το λαό. Η Εθνοσυνέλευση ως τέτοια δεν έχει δικαιώματα· ο λαός απλά της έχει εμπιστευθεί την υπεράσπιση των δικών του δικαιωμάτων. Αν η Συνέλευση δεν ενεργεί σύμφωνα με την εντολή που έχει λάβει, τότε αυτή η εντολή παύει να ισχύει. Ο λαός τότε καταλαμβάνει ο ίδιος τη σκηνή και ενεργεί με τη δική του αυθεντία. Αν, για παράδειγμα, μια εθνοσυνέλευση επρόκειτο να πουληθεί σε μια προδοτική κυβέρνηση, ο λαός θα έπρεπε να τους διώξει με τις κλωτσιές, τόσο την κυβέρνηση όσο και τη συνέλευση. Αν το στέμμα κάνει μια αντεπανάσταση, ο λαός έχει το δικαίωμα να απαντήσει με μια επανάσταση. Δεν του χρειάζεται η επικύρωση μιας εθνοσυνέλευσης για να το κάνει αυτό»12.

Το δικαστήριο της Κολωνίας αθώωσε τον Μαρξ και τους συναγωνιστές του. Μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο προϊστάμενος των ενόρκων, ανακοινώνοντας την αθωωτική απόφαση, είπε πως ήθελε «να ευχαριστήσει εκ μέρους όλου του δικαστηρίου για την ασυνήθιστα κατατοπιστική κι ενδιαφέρουσα διάλεξη, από την οποία επωφελήθηκαν τα μέγιστα»13.

Οι επαναστάτες του 1848 ήταν, βέβαια, αντιμέτωποι με μια άλλη, φεουδαρχική-αυτοκρατορική αντίδραση, που βασιζόταν στην παράδοση της Ιερής Συμμαχίας του Μέτερνιχ και είχε ως κύρια κέντρα της το Παρίσι, τη Βιέννη και την Αγία Πετρούπολη. Σήμερα αντίθετα έχουμε να κάνουμε με μια νεοφιλελεύθερη-ιμπεριαλιστική αντεπανάσταση, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να παίζει το ρόλο της Ιεράς Συμμαχίας και το Βερολίνο το ρόλο του κέντρου της αντίδρασης. Αν, ωστόσο, οι συνθήκες είναι διαφορετικές και η δύναμη της αντίδρασης σαφώς μεγαλύτερη, αυτό δεν σημαίνει ότι το έργο της επανάστασης είναι απραγματοποίητο. Οι επαναστάτες του 1848 ανάγκασαν τους βασιλιάδες να το σκάσουν από τα παλάτια τους και τον Μέτερνιχ, το «γεράκι» της τότε αντίδρασης, να εγκαταλείψει την Αυστρία μεταμφιεσμένος σε υπηρέτρια για να σωθεί. Εναπόκειται στα σύγχρονα κινήματα να εξαναγκάσουν τους τωρινούς ταγούς της αντίδρασης να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο της φυγής, αυτή τη φορά μάλιστα οριστικά.

Σημειώσεις

1. Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Articles from the Neue Rheinisch Zeitung, Progress Publishers, Μόσχα 1977, σελ. 247-48. Ας σημειωθεί ότι η αγγλική εμπειρία του 1832 είχε αναλυθεί σε ένα άρθρο του Γκέοργκ Βερθ στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου, «Η άρνηση της πληρωμής φόρων στη διάρκεια του αγώνα για το μεταρρυθμιστικό νόμο στην Αγγλία το 1832», δημοσιευμένο σε δυο μέρη στις 14 και 15 Νοέμβρη του 1848. Ο μεταρρυθμιστικός νόμος του 1832 αφορούσε κυρίως τη διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος και όταν η ελεγχόμενη από τους Τόρηδες Βουλή των Λόρδων και η κυβέρνηση του Ουέλινγκτον τον καταψήφισε, οι διαμαρτυρόμενοι αστοί συνέστησαν μεταξύ άλλων ως αντίδραση και την άρνηση πληρωμής φόρων. Η υπόθεση, ωστόσο, έληξε με έναν άθλιο συμβιβασμό ανάμεσα στην αριστοκρατία και την αστική τάξη, αφού το εκλογικό σώμα αυξήθηκε μόνο από 400.000 σε 650.000 άτομα, ενώ ο κύριος όγκος του βρετανικού λαού έμεινε και πάλι χωρίς δικαίωμα ψήφου.

2. Στο ίδιο, σελ. 247-49.

3. Βλ. Γ. Βαζάκα, «Αναδιαπραγμάτευση ή άρνηση του χρέους», http://www.inprecor.gr/index.php/archives/3885. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, ο Φράνσις Γουόκερ, ένας από τους επιφανείς αστούς οικονομολόγους του 19ου αιώνα, δήλωνε ότι «Κανένα μεγάλο εθνικό χρέος δεν πληρώθηκε ποτέ, ούτε αντιμετωπίστηκε με άλλον τρόπο, εκτός από την άρνηση της αποπληρωμής του».

4. Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, στο ίδιο, σελ. 158.

5. Στο ίδιο, σελ. 169.

6. Στο ίδιο, σελ. 168, 164. Όπως παρέθετε ο Μαρξ, η Εθνοσυνέλευση του Βερολίνου διακήρυσσε στην απόφασή της στις 15 Νοέμβρη ότι «η κυβέρνηση Μπράντενμπουργκ δεν έχει κανένα δικαίωμα να διαθέτει κυβερνητικά εισοδήματα και να εισπράττει φόρους».

7. Στο ίδιο, σελ. 163, 167.

8. Στο ίδιο, σελ. 170-71.

9. Στο ίδιο, σελ. 236, 131.

10. Φ. Ένγκελς, «Καρλ Μαρξ», παρατίθεται από τον Τ. Μαστρογιαννόπουλο στο υπό έκδοση έργο του Η Άνοδος και η Πτώση των Εργατικών Διεθνών, τόμ. 1, Η Πρώτη Διεθνής, κεφ. 7.1.

11. Για μια επισκόπηση αυτής της πλευράς βλέπε επίσης στο ίδιο έργο του Τ. Μαστρογιαννόπουλου, ό.π.

12.Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, στο ίδιο, σελ. 249-50.

13. Αναφέρεται από τον Ι. Μπέρλιν, Καρλ Μαρξ, εκδόσεις Scripta, σελ. 200-01, όπως παρατίθεται από τον Τ. Μαστρογιαννόπουλο στη ίδια μελέτη του.

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός και συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου