Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

AΡΘΡΟ: Επανάσταση από τα πάνω στην Ευρώπη

Του Ετιέν Μπαλιμπάρ

Μετά την πτώση της ελληνικής και της ιταλικής κυβέρνησης και τον καταποντισμό της ισπανικής αριστεράς στις εκλογές της περασμένης Κυριακής, τι συμβαίνει στην Ευρώπη; Πρόκειται για επεισόδια σε μια μικρή ιστορία πολιτικών αναπροσαρμογών που έχουν αποτύχει να...
παρακολουθήσουν την οικονομική κρίση; Ή πρόκειται για το πέρασμα σε μια νέα φάση στην εξέλιξη αυτής της κρίσης, που θα έχει μια μη αναστρέψιμη και βαθιά επιρροή στους θεσμούς και τον τρόπο με τον οποίο αυτοί νομιμοποιούνται; Παρά τα κενά, είναι καιρός να τολμήσουμε μια εκτίμηση.

Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να ειπωθούν για τα εκλογικά γεγονότα (όπως αυτό που μάλλον θα λάβει χώρα στην Γαλλία σε έξι μήνες). Είναι ξεκάθαρο ότι οι ψηφοφόροι θεωρούν τις κυβερνήσεις υπεύθυνες για την αυξανόμενη κοινωνική ανασφάλεια που βιώνει η πλειοψηφία των πολιτών στις χώρες μας, και ότι έχουν λίγες ψευδαισθήσεις για αυτές που θα τις αντικαταστήσουν (αν και δεν υπάρχει αντίρρηση ότι η ύπαρξη του Μπερλουσκόνι εξηγεί τα νέα ρεκόρ δημοφιλίας που καταγράφει ο Μάριο Μόντι, τουλάχιστον για τώρα).

Το βασικότερο ερώτημα αφορά την εξέλιξη των θεσμών. Παραιτήσεις ως αντίδραση στις πιέσεις των αγορών, οι οποίες προκαλούν την αύξηση ή τη μείωση του κόστους δανεισμού, η ανάδυση ενός γαλλο-γερμανικού ‘Διευθυντηρίου’ εντός της ΕΕ, και η τοποθέτηση τεχνικών που συνδέονται με τους διεθνείς χρηματοοικονομικούς κύκλους, ανθρώπων δηλαδή που εποπτεύονται από το ΔΝΤ, δεν μπορούν να μην προκαλέσουν συζητήσεις, συναισθήματα, εκφράσεις ανησυχίας και προσπάθειες δικαιολόγησης.

Ένα από τα πιο συχνά επαναλαμβανόμενα θέματα έχει γίνει η ‘Δικτατορία των Κομισάριων’, η οποία αναστέλλει τη δημοκρατία με στόχο να διατηρήσει την πιθανότητα διαιώνισης της ύπαρξης της – μια έννοια που ορίστηκε από τον Ζαν Μποτέν στην αυγή του νεότερου κράτους και αργότερα θεωρητικοποιήθηκε από τον Καρλ Σμιτ. Οι ‘Κομισάριοι’ ή ‘Εξουσιοδοτημένοι’ σήμερα δεν μπορεί να είναι αξιωματικοί του στρατού ή δικαστές: πρέπει να είναι οικονομολόγοι. Αυτό ακριβώς είναι αυτό που έγραψε ένας αρθρογράφος στη Λε Φιγκαρό στις 15 Νοέμβρη:

‘Ο σκοπός και η διάρκεια αυτών των εντολών (στον Μόντι και το Λουκά Παπαδήμο) πρέπει να είναι αρκετά μεγάλοι για να είναι αποτελεσματικοί, αλλά και τόσο περιορισμένοι, ώστε να εγγυηθούν, υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις, την επιστροφή στη δημοκρατική νομιμότητα. Δεν μπορούμε να έχουμε μια κατάσταση που θα επέτρεπε σε κάποιον να υποστηρίξει ότι η Ευρώπη χτίζεται πίσω από τις πλάτες των ανθρώπων.’

Αντί γι΄ αυτό, θα προτιμούσα να αναφερθώ στην ‘επανάσταση από τα πάνω’, που σχεδιάζουν οι ηγέτες των κυρίαρχων εθνών και της τεχνοδομής των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης, χρησιμοποιώντας το μαστίγιο της αναγκαιότητας – την επαπειλούμενη κατάρρευση του κοινού νομίσματος. Γνωρίζουμε ότι με αυτήν την έννοια, που επινοήθηκε από τον Μπίσμαρκ, προσδιορίζεται μια αλλαγή στη δομή του ‘υλικού συντάγματος’ (material constitution), όπου η ισορροπία μεταξύ κοινωνίας και κράτους, οικονομικών και πολιτικής, καταλήγει σε μια προληπτική στρατηγική από την πλευρά των αρχουσών τάξεων.

Αυτό δεν είναι που συμβαίνει με την εξουδετέρωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τη θεσμοποίηση από την ΕΕ οικονομικών και λογιστικών ελέγχων και την ιεροποίηση των τραπεζικών συμφερόντων στο όνομα της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας; Χωρίς αμφιβολία αυτές οι αλλαγές κυοφορούνται πολύ καιρό, αλλά ποτέ δεν απαιτήθηκαν ως μέρος μιας νέας διαμόρφωσης της πολιτικής εξουσίας. Δεν έκανε λάθος, λοιπόν, ο Βόλφανγκ Σόιμπλε όταν παρουσίασε τη μελλοντική εκλογή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μέσω καθολικής ψηφοφορίας ως μια ‘πραγματική επανάσταση’, που θα προσδώσει στο νέο κατασκεύασμα ένα φωτοστέφανο δημοκρατίας. Μόνο που η επανάσταση είναι ήδη προ των πυλών ή, τουλάχιστον, έχει ήδη σχεδιαστεί.

Παρόλα αυτά, ας μην κρύψουμε το γεγονός ότι η επιτυχία αυτής της πρωτοβουλίας απέχει μακράν του να είναι εξασφαλισμένη. Στο δρόμο της στέκονται τρία εμπόδια, οι συνδυασμένες συνέπειες των οποίων θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επιδείνωση της κρίσης, και ακολούθως στο τέλος του συλλογικού εγχειρήματος της Ευρώπης. Το πρώτο είναι ότι κανένας θεσμικός σχηματισμός δεν μπορεί, εξ ορισμού, να διαβεβαιώσει τις αγορές –λέξεις κωδικοί που θα παγώσουν την κερδοσκοπία–, αφού η κερδοσκοπία τρέφεται από το ρίσκο της χρεοκοπίας και την πιθανότητα βραχυ-πρόθεσμων κερδών. Αυτή είναι η αρχή πίσω από τον πολλαπλασιασμό των παραγώγων και της διαφοράς απόδοσης των κρατικών ομολόγων. Οι επενδυτικοί θεσμοί που τρέφουν το σκιώδες τραπεζικό σύστημα πρέπει να σπρώξουν τους εθνικούς προϋπολογισμούς στο γκρεμό, ενώ οι τράπεζες χρειάζεται να βασιστούν στα κράτη (και τους φορολογούμενους) σε περίπτωση κρίσης ρευστότητας. Αλλά όλοι αυτοί οι παίκτες συγκροτούν ένα μοναδικό χρηματικοοικονομικό κύκλωμα. Όσο η οικονομία του χρέους, η οποία ρυθμίζει τις οικονομίες μας από την κορυφή ως τα νύχια, δεν δέχεται προκλήσεις, δεν θα υπάρχει μια βιώσιμη λύση. Η σύγχρονη διακυβέρνηση, ωστόσο, αποκλείει αυτήν την πιθανότητα, ακόμα και αν καταλήγει στην θυσία κάθε προοπτικής ανάπτυξης για μια ακαθόριστη περίοδο.

Το δεύτερο εμπόδιο είναι η εντατικοποίηση των ενδο-ευρωπαϊκών αντιφάσεων. Δεν έχουμε μόνο μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων: αυτή θα μπορούσε σύντομα να μετασχηματιστεί σε μια Ευρώπη τριών ή τεσσάρων ταχυτήτων, η οποία να απειλείται με κατάρρευση ανά πάσα στιγμή. Από τις χώρες που δεν είναι στην Ευρωζώνη, ένας αριθμός –ανατολικοευρωπαϊκοί υπο-εργολάβοι της γερμανικής βιομηχανίας– θα αναζητήσουν πληρέστερη ενσωμάτωση, ενώ άλλοι (και πάνω απ’ όλους το Ηνωμένο Βασίλειο) μπορεί να αναγκαστούν να διακόψουν ή να αναστείλουν την ανάμειξή τους στην Ευρώπη, αντί να δεχτούν την εξάρτησή τους από την κοινή αγορά.

Όσον αφορά το μηχανισμό κυρώσεων που υποτίθεται ότι θα τιμωρήσει τους μαθητές με χαμηλές επιδόσεις στη δημοσιονομική λιτότητα, είναι ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς ότι αυτός θα επηρεάσει μόνο τις χώρες της περιφέρειας. Αρκεί να εξετάσει κανείς τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής στην Ελλάδα, η οποία είναι στραγγισμένη από κάθε πηγή ζωτικότητας και βρίσκεται στα πρόθυρα εξέγερσης, για να καταλάβει τα αποτελέσματα που θα είχε για όλη την Ευρώπη μια γενική υιοθέτηση τέτοιων συνταγών.

Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό: το γαλλο-γερμανικό διευθυντήριο, που ήδη κλυδωνίζεται από τη διαφωνία σχετικά με το ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έχει πολύ λίγες πιθανότητες να βγει ισχυρότερο από αυτές τις δοκιμασίες, παρά τα εκλογικά συμφέροντα των μελών του, και ιδίως εκείνα του Γάλλου προέδρου. Το εμπόδιο που θα ξεπεραστεί δυσκολότερα θα είναι αυτό της κοινής γνώμης. Χωρίς αμφιβολία, ο εκβιασμός με τη μορφή της απειλής χάους και η συνεχής απειλή υποβαθμίσεων των πιστοληπτικών αξιολογήσεων, μπορεί προσωρινά να παραλύουν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά. Αλλά δεν μπορούν να αναβάλουν επ’ αόριστον την ανάγκη να εξασφαλιστεί λαϊκή έγκριση -όσο περιορισμένη κι αν είναι- των αλλαγών που θα χρειαστεί να συμπεριληφθούν στις αναθεωρημένες συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και οποιαδήποτε διαβούλευση για το θέμα αυτό είναι πιθανό να αποτύχει, όπως συνέβη στην περίπτωση του 2004. Έτσι η κρίση της στρατηγικής συνοδεύεται από μια κρίση αντιπροσώπευσης, που επίσης βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο.

Δεδομένων αυτών των συνθηκών, δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει ότι ακούγονται τώρα επικριτικές φωνές. Ωστόσο, αυτές έχουν την τάση να αντιφάσκουν. Από τη μία πλευρά έχουμε εκείνους (όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας) που επιχειρηματολογούν για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αν και επιβεβαιώνουν ότι αυτή θα είναι βιώσιμη μόνο στην περίπτωση ενός τριπλού «επανεκδημοκρατισμού»: αποκατάσταση της πολιτικής σε βάρος των χρηματοοικονομικών, η οποία τοποθετεί τον έλεγχο των κεντρικών αποφάσεων στα χέρια ενός ενισχυμένου κοινοβουλίου, και αποκαθιστά το στόχο της αλληλεγγύης και της μείωσης των ανισοτήτων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Από την άλλη πλευρά, έχουμε εκείνους (ιδίως τους γάλλους θεωρητικούς της απο-παγκοσμιοποίησης) που βλέπουν την ανάδυση μιας νέας διακυβέρνησης ως το αποκορύφωμα μιας διεργασίας που αναγκάζει τους «κυρίαρχους» λαούς να υποταχθούν σε μια υπερεθνική δομή, ποτ μπορεί μόνο να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του νεοφιλελευθερισμού και τη στρατηγική του - τη συσσώρευση μέσω της στέρησης. Οι πρώτοι είναι σαφώς ανεπαρκείς, ενώ οι τελευταίοι πλησιάζουν επικίνδυνα στο να συγχωνευθούν με δυνητικά ξενοφοβικούς εθνικισμούς.

Το μεγάλο ερώτημα είναι ποια θα είναι η πορεία της εξέγερσης των πολιτών κατά της δικτατορίας των αγορών: Θα στραφεί εναντίον της εργαλειοποίησης του χρέους, που διασχίζει τα σύνορα, ή θα στραφεί προς το ευρωπαϊκό εγχείρημα σαν μια θεραπεία, που είναι χειρότερη από την ασθένεια; Θα προσπαθήσει να εγκαταστήσει αντίρροπες δυνάμεις, οι οποίες δεν είναι μόνο συνταγματικές αλλά και ανεξάρτητες, κι αν χρειαστεί εξεγερσιακές οπουδήποτε η διαχείριση της κρίσης έχει οδηγήσει σε μια συγκέντρωση της νόμιμης ή de facto εξουσίας; Θα είναι ικανοποιημένη με μια απαίτηση ανασυγκρότησης του παραδοσιακού εθνικού και κοινωνικού κράτους, καταβροχθισμένου σήμερα από την οικονομία του χρέους, ή θα επιδιώξει σοσιαλιστικές και διεθνιστικές εναλλακτικές για να εγκαθιδρύσει τα θεμέλια μιας παγκόσμιας οικονομίας στηριγμένης στη χρήση και στην δραστηριότητα, της οποίας η Ευρώπη δεν θα είναι παρά μια επαρχία;

Μπορούμε να στοιχηματίσουμε ότι ο αποφασιστικός παράγοντας για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα θα είναι η εξάπλωση και η διάχυση σε όλη την Ευρώπη των ανισοτήτων και των επιπτώσεων της ύφεσης (και ειδικά της ανεργίας). Αλλά είναι οι διανοούμενοι και οι ακτιβιστές, καθώς και η ικανότητά τους να αναλύουν και να αγανακτούν, αυτοί που θα παρέχουν (ή όχι) τα συμβολικά μέσα για την εξέγερση.

Μετάφραση: Απόστολος Σαμπαζιώτης, Μιχάλης Σωτηρόπουλος
Πηγή: Guardian


RNB

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου